Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

EL Quarterfinals Watch: Game 3



Ξεκινώ με το αυτονόητο: ο Ολυμπιακός δεν έκανε καλό ματς χθες σε καμία περίπτωση απέναντι στην Prokom. Μπορεί στο τέλος να πλησίασε σε απόσταση ενός σουτ από την παράταση, αλλά αν κοιτάξει κάποιος συνολικά το παιχνίδι θα δει ότι ικανοποίησε σε ελάχιστες στιγμές με την απόδοσή του.

Η λέξη-κλειδί για τους "ερυθρόλευκους"; Χαλαρότητα. Καθώς και έλλειψη εγρήγορσης. Παρότι κυνηγούσε στο σκορ από νωρίς, ο Ολυμπιακός έδινε σε όλο το παιχνίδι την εντύπωση ότι πίστευε πως θα μπορούσε να γυρίσει το ματς όποτε ήθελε, με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια.

Δεν επεδίωκε να βγάλει μελετημένα plays και στηριζόταν κατά μεγάλο ποσοστό σε προσωπικές ενέργειες. Στην επίθεση συχνά "κολλούσε", περιμένοντάς τα όλα από τα χέρια του Teodosic, ο οποίος έκανε μεν καλό ματς, έχοντας 9 συνολικά assists (δείγμα του κατά πολύ βελτιωμένου court vision του), αλλά ώρες-ώρες ήταν απελπιστικά μόνος στην οργάνωση, συνυπολογιζόμενης και της μέτριας βραδιάς του Παπαλουκά.

Με τη δράση των Vujcic και Childress "άνοιξε" το παρκέ, ανέβηκε η επιθετική αποτελεσματικότητα κοντά στο καλάθι και ο Ολυμπιακός έδειξε αυτό που όλοι μας γνωρίζουμε, ότι μπορεί να γυρίσει ένα ματς όποτε θελήσει. Για να φτάσει στη νίκη, όμως, χρειαζόταν να συνεισφέρουν και άλλοι 2 παράγοντες, οι οποίοι υστέρησαν σημαντικότατα.

Πρώτον, ο Kleiza. Ο Λιθουανός ποτέ δε "ζεστάθηκε" μέσα στο ματς, παρότι βρήκε το χώρο για ως επί το πλείστον καλών προϋποθέσεων σουτ. Αστόχησε σε προσπάθειες που θα μπορούσαν να "σπρώξουν" τον Ολυμπιακό προς τη νίκη και γενικά παρουσιάστηκε ελαφρά εκνευρισμένος.

Δεύτερον, η σχεδόν καθολικά κακή "κόκκινη" άμυνα. Δεν υπήρξε παρά σε διάσπαρτα σημεία πραγματική αμυντική διάθεση. Τα contests (χέρια στο πρόσωπο του σουτέρ) ήταν χωρίς ενέργεια και ταχύτητα και οι βοήθειες έβγαιναν λανθασμένα στα πολωνικά drives. Αυτά διέκριναν οι Πολωνοί και εκτελούσαν συνεχώς τρίποντα, είτε off-the-dribble είτε off-a-pass μετά από drive. Οι Ewing και Woods για άλλη μία φορά έκαναν ζημιά, με την άμυνα του Ολυμπιακού να επιμένει στη χαλαρότητα παρά την εμφανή ικανότητά τους στο 1-on-1 παιχνίδι, ενώ κανείς δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Logan, που με το συνεχές dribbling του δημιουργούσε συνεχώς "ρήγματα".


Χαρακτηριστική απόδειξη της γενικότερης χαλαρότητας και επιθετικής απάθειας με την οποία αντιμετώπισε τον αγώνα ο Ολυμπιακός είναι οι μόλις 10 βολές που εκτέλεσε, τη στιγμή στη φετινή Euroleague εκτελεί 24.8 ανά παιχνίδι. Επίσης δε γίνεται να μη σχολιαστεί η τραγική απόδοσή του στο αμυντικό rebound, αφού η Prokom πλησίασε το εντυπωσιακό 50% στο ORB%, δηλαδή είχε σχεδόν ίσα επιθετικά rebounds με τα αμυντικά του ΟΣΦΠ. Όλοι οι ψηλοί του Ολυμπιακού φέρουν ευθύνη και η εικόνα αυτή θα πρέπει να βελτιωθεί οπωσδήποτε ενόψει του 4ου παιχνιδιού αύριο, αν θέλει ο Γιαννάκης να αποτρέψει το 5ο ματς στο ΣΕΦ.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα το πολύ κακό τελευταίο play που σχεδίασε ο head coach του ΟΣΦΠ. Η συνηθέστερη (και ορθότερη) επιλογή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι μία πάσα σε εν κινήσει παίκτη στην πλευρά του τριπόντου που γίνεται η επαναφορά, και όχι μία πολύ δύσκολη, μακρινή και ευκολότερη να αντιμετωπισθεί πάσα στην απέναντι γωνία, καθώς η απόσταση που διανύει η μπάλα ευνοεί την ταχύτερη αντίδραση και το "κλείσιμο" του σουτέρ από τους αντιπάλους, όπως και έγινε.

Στα άλλα ματς, η Barcelona είχε φανερά πεισμώσει από τις προηγούμενες μέτριες εμφανίσεις της εναντίον της Real και εκμεταλλεύτηκε άριστα το ταλέντο των παικτών της, ειδικά του Navarro που έκανε ένα από τα καλύτερα ματς της καριέρας του, με πολλά "backbreaking" τρίποντα. Έχοντας εκπληκτική ευστοχία από την αρχή και με μυαλωμένη διατήρηση του ρυθμού στο tempo που αυτή ήθελε, η Barca πέρασε εύκολα από το Vistalegre, δείχνοντας ότι εφόσον "έπαθε" και έμαθε από τα αμυντικά tricks του Messina, πλέον είναι δύσκολο να αποκλειστεί. Για μία ακόμη φορά πάντως δεν κατάφερε να περιορίσει τον Tomic, ο οποίος έχει ξεπεταχτεί από το πουθενά, παρουσιάζοντας ένα πολυσύνθετο και ώριμο επιθετικό παιχνίδι.

Η Partizan δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα απέναντι στη Maccabi, η οποία προσπαθούσε κυρίως με σπασμωδικές και ανοργάνωτες ενέργειες να πλησιάσει σε όλον τον αγώνα τους Σέρβους στο σκορ. Η δύναμη της έδρας έκανε ξανά τη διαφορά για τους Σέρβους, οι οποίοι έχουν πλέον αποκτήσει ξεκάθαρα το ψυχολογικό προβάδισμα στη σειρά.

Το ματς στη Βιτόρια ανάμεσα σε Caja Laboral και CSKA ήταν αρκετά κακό και καλύτερο θα ήταν να ξεχαστεί όσο το δυνατόν συντομότερα από όσους το είδαν. Οι Ρώσοι είχαν μεγάλες δυσκολίες στο σκοράρισμα, δεν μπορούσαν να βρουν με τίποτα ρυθμό και δεν κατάφεραν να βρουν "αντίδοτο" για το Splitter. Η CSKA πάντως εξακολουθεί να είναι το φαβορί και πιστεύω ότι είτε αύριο είτε την άλλη Τετάρτη θα πάρει το εισιτήριο για το Final 4.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Περί συγκρίσεων...



Στη σημερινή εποχή του μπάσκετ, με την έκρηξη της τεχνολογίας και των media, παρατηρείται μία αυξανόμενη τάση σύγκρισης του παλιού με το νέο. Παίκτες, ομάδες και πρωταθλήματα από διαφορετικές εποχές μπαίνουν συνεχώς στο μικροσκόπιο και στη "ζυγαριά", προκειμένου να ικανοποηθεί η ατέρμονη ανάγκη του ανθρώπου να ανακυρήσσει τον "καλύτερο" στα πάντα.

Στη διαπίστωση αυτή έχω φτάσει εδώ και πολύ καιρό, όμως το τελευταίο διάστημα το όλο φαινόμενο έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Συνεχώς ξεφυτρώνουν ξένα και ελληνικά άρθρα με κύριο θέμα τους τη σύγκριση θρύλων του παρελθόντος με αστέρια του παρόντος. Στα ιντερνετικά fora διαρκώς τίθενται ερωτήματα όπως "Jordan ή Kobe;" και "Γκάλης ή Διαμαντίδης;". Αν και αυτά τα θέματα μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για την παραγωγή ενδιαφέροντος και εποικοδομητικού διαλόγου, είναι ταυτόχρονα απαραίτητο να μπαίνουν τα δεδομένα σε κάποια λογικά και ρεαλιστικά πλαίσια, τα οποία σχεδόν πάντα παραβλέπονται από τους εμπλεκόμενους σε τέτοιες συζητήσεις λόγω του φανατισμού και της έλλειψης "ανοιχτού" μυαλού.

Στην Ελλάδα κλασικό παράδειγμα τέτοιου είδους debate είναι οι αφοριστικές και ισοπεδωτικες αναφορές σε καταστάσεις από τα 80's και 90's σε αντιπαραβολή με σημερινές. Πόσες φορές έχουμε ακούσει υπερβολικές απόψεις του τύπου "ο Γκάλης και σήμερα να έπαιζε θα έβαζε 40 πόντους" ή "παίκτες σαν τον Bodiroga δεν υπάρχουν στο σημερινό μπάσκετ";

Η πρωταρχική και σημαντικότερη απάντηση σε παρόμοια κουβέντα είναι πάντα μία: είναι αδύνατο να συγκριθούν με ασφάλεια παίκτες από διαφορετικές μπασκετικές εποχές ή/και διαφορετικά μπασκετικά περιβάλλοντα. Αυτόν θεωρώ απαράβατο κανόνα, η καταστρατήγηση του οποίου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαγωγή αυθαίρετων, αναπόδεικτων και προχειρότατων συμπερασμάτων. Μετρημένες εκτιμήσεις και γνώμες μπορούν (και πρέπει) φυσικά πάντοτε να υπάρχουν, όμως καταφανείς απολυτότητες δεν εκφράζουν τίποτε παραπάνω από άγνοια.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την παραπάνω δήλωση για τον Γκάλη. Μία τέτοια γνώμη προφανώς στερείται κύρους και βάθους, εφόσον οι μεταβλητές και οι αστάθμητοι παράγοντες του ευρωπαϊκού μπάσκετ των 80's έχουν τεράστιες αποκλίσεις και διαφορές από αυτούς του 2010, με συνέπεια η οποιαδήποτε κουβέντα για "μετάβαση" του Γκάλη στο σήμερα να είναι κενή νοήματος. Ας δούμε όμως, χάριν μπασκετικής "επιμόρφωσης" και μόνο, τρεις από αυτές τις διαφορές:

--- Ο Γκάλης έπαιζε σε μία εποχή όπου οι ατομικές μπασκετικές ικανότητες βρίσκονταν σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με σήμερα (π.χ. παρατηρεί κανείς σε αγώνες από τότε ότι πολλοί δεν ντρίμπλαραν καν με το "κακό" χέρι). Η τεχνική και η ατομική βελτίωση αυτής μέσω της επιστήμης (όπως είναι πλέον) της προπόνησης έχουν αναπτυχθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που πλέον είναι συχνό φαινόμενο κορυφαίες ομάδες να αποτελούνται από πολλούς ισάξιους παίκτες. Στην εποχή του Γκάλη ένας πραγματικά ταλαντούχος παίκτης, όπως ο "Νικ", ξεχώριζε και κυριαρχούσε με σχετική άνεση.

--- Η ταχύτητα του παιχνιδιού και τα καθαρά αθλητικά προσόντα των παικτών κάνουν συχνά το μπάσκετ να φαντάζει ως άλλο άθλημα σε σχέση με αυτό που παιζόταν στα 80's. Τα σουτ του Γκάλη θεωρητικά θα κόβονταν με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς, ενώ το μεγαλύτερο προσόν του, που ήταν το εξαιρετικά δυνατό και γερό πάτημα με τα δύο πόδια (jump-stop), στη σημερινή εποχή θα σταματιόταν πολύ πιο εύκολα απ' ότι τότε.

--- Η αμυντική "ευφυΐα" και η αμυντική τακτική έχουν κάνει ΤΕΡΑΣΤΙΑ άλματα από τις αρχές των 90's και μετά. Το tempo έχει πέσει, οι κατοχές στο 40λεπτο παιχνίδι έχουν μειωθεί και τα αμυντικά rotations έχουν εξελιχθεί εντυπωσιακά, σε σημείο που σκορ που να ξεπερνούν τους 100 πόντους (και παίκτες που να σκοράρουν πάνω από 40) αποτελούν πλέον σπάνιο φαινόμενο.

--- Το ευρωπαϊκό μπάσκετ σήμερα είναι πολύ περισσότερο "coach's game" από τα 80's. Η μεγάλη βελτίωση στην προπονητική γνώση και ποιότητα (βλ. τεχνολογία, video scouting, κτλ.) έχει μοιραία δώσει μεγαλύτερη δύναμη και εξουσία στους προπονητές σε σχέση με τότε. Αυτό βέβαια έχει δυστυχώς επίπτωση στο περιθώριο και την ανεκτικότητα απέναντι στην ατομική πρωτοβουλία στο παρκέ και έχει ως αποτέλεσμα την "παραγωγή" περισσότερων παικτών-εργαλείων από "αστέρια"-scorers.

Ο Γκάλης ήταν πολύ μεγάλος παίκτης, ακριβώς επειδή είχε τη δυνατότητα να "χειραγωγεί" άριστα τις συνθήκες του τότε μπασκετικού status quo και να κυριαρχεί όποτε το επιθυμούσε. Το πώς θα αντιδρούσε σήμερα είναι πλήρως υποθετικό και πρακτικά αδύνατο να εκτιμηθεί, εφόσον και μόνο μία τέτοια υπόθεση θα σήμαινε ότι ο Γκάλης θα είχε "αναπτυχθεί" διαφορετικά ως μπασκετμπολίστας, εφόσον θα είχε στη διάθεσή του όλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η σύγχρονη εποχή (καλύτερη διατροφή, εκγύμναση, προπόνηση, τεχνογνωσία, κτλ.).

Για τους ίδιους λόγους είναι αδόκιμο να συγκρίνουμε τους MJ και Kobe. Παρότι οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι ο Jordan ήταν με διαφορά ο καλύτερος shooting guard, το γεγονός παραμένει ότι οι δύο τεράστιοι αυτοί παίκτες ανδρώθηκαν σε δύο τελείως διαφορετικές εποχές του NBA, από την άποψη των κανονισμών και της γενικότερης νοοτροπίας.

Το NBA στα χρόνια του MJ ήταν γενικά πιο σκληρό (ελέω handchecking), πιο γρήγορο και περισσότερο βασισμένο στο isolation παιχνίδι. Το NBA του Kobe (ειδικά από το 2001 και μετά) είναι πιο "ευρωπαϊκό" (ελέω ζώνης), ελαφρά πιο αργό, λιγότερο βασισμένο στο post-up παιχνίδι και περισσότερο "περιφερειακό". Ο καθένας έγινε κυρίαρχος επειδή προσαρμόστηκε ιδανικά και ανέπτυξε τις ικανότητες εκείνες που απαιτούσε το είδος "παιχνιδιού" της εποχής και του μπασκετικού περιβάλλοντος στο οποίο σταδιοδρόμησε.

Συνοψίζοντας, είναι προτιμότερο, αντί να αναλώνεται κάποιος σε άσκοπα debates για τη σύγκριση παικτών από το παρελθόν και το παρόν, να χρησιμοποιεί αυτόν το χρόνο για να παρακολουθεί όσο μπορεί τους μεγάλους αυτούς αθλητές και να τους εκτιμά για αυτό που είναι. Άλλωστε οι τάπες του Διαμαντίδη, οι αέρινες εμπνεύσεις του Γκάλη, τα ανεπανάληπτα lay-ups του MJ και τα fadeaways του Kobe εντάσσονται όλα στην κατηγορία "ομορφο μπάσκετ", και αυτό είναι τελικά το ζητούμενο...

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Run-N-Gun Live Blog Event, 24/3


Κάντε κλικ οπουδήποτε πάνω στο παράθυρο για να δείτε ξανά τη συζήτηση!



EL Quarterfinals Watch: Game 1



Περίεργο ματς ήταν το 1ο της προημιτελικής σειράς ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Prokom. Οι Πολωνοί παρουσιάστηκαν σοβαρότεροι του αναμενομένου από το ξεκίνημα και έδειξαν να έχουν μελετήσει το παιχνίδι του ΟΣΦΠ, κάτι που συνετέλεσε (μαζί με άλλους λόγους) στο να μην ξεφύγει εντελώς η διαφορά σε κανένα σημείο.

Ο Pacesas φάνηκε ότι είχε κάνει καλή προετοιμασία πριν τον αγώνα, αφού στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα η ομάδα του είχε καλές επιλογές σε άμυνα και επίθεση.

Στο αμυντικό κομμάτι εφάρμοζε συχνά μία ευμετάβλητη matchup zone, η οποία ανάγκαζε τον Ολυμπιακό να καθυστερεί την εκτέλεση των plays και των επιθέσεών του, ιδίως όταν βρισκόταν ο Penn στο παρκέ. Οι passing lanes για την ομάδα του Πειραιά έκλειναν υποδειγματικά, ενώ όταν η μπάλα περνούσε μέσα σε Sofo ή Μπουρούση δύο και τρεις παίκτες των Πολωνών κατέφθαναν έγκαιρα για το double ή triple team. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Σχορτσανίτης δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα εντός παιδιάς σουτ, ενώ και ο Μπουρούσης κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα, έχοντας 2/6.

Παρά τις δυσκολίες ο Ολυμπιακός κρατιόταν με σχετική άνεση μέσα στο ματς, αφού έβρισκε περιοδικά λύσεις μέσα από προσωπικές ενέργειες του γεμάτου ενέργεια και αυτοπεποίθηση Kleiza (που έδειξε για άλλη μία φορά ότι διαθέτει ανεπτυγμένα ένστικτα σκόρερ, ευχέρεια κίνησης σε όλο το πλάτος του παρκέ και ότι μπορεί να δημιουργήσει το δικό του σουτ όποτε το θελήσει) και κάποια transition καλάθια ή fouls που κέρδιζε ο Childress. Όταν, δε, στο 3ο δεκάλεπτο ανέβηκε και ο "αθόρυβος" μέχρι εκείνη τη στιγμή Teodosic και έβαλε 3 από τα χαρακτηριστικά του δύσκολα και στενά μαρκαρισμένα τρίποντα, η υπόθεση "νίκη" φαινόταν να τελειώνει.

Όμως χθες η Prokom, προς έκπληξη όλων όσων την έχουν παρακολουθήσει στενά φέτος και γνωρίζουν τον άναρχο, ελεύθερο και απείθαρχο τρόπο που αγωνίζεται, δεν παραδόθηκε σε κανένα σημείο του αγώνα.

Επιθετικά είχε έναν ασταμάτητο Woods, που εκμεταλλευόμενος τα σωστά isolations στο post που καλούσε ο Pacesas για αυτόν, καθώς και τη χθεσινή ανεπαρκή man-to-man άμυνα του Childress και τα γενικότερα αργά αμυντικά rotations του Ολυμπιακού, σκόραρε συνεχώς με πληθώρα τρόπων και κινήσεων. Εκτός του Qyntel, οι Πολωνοί κατάφερναν σε όλον τον αγώνα να βγάζουν ελεύθερα ή καλών προϋποθέσεων περιφερειακά σουτ για τους υπόλοιπους Αμερικανούς τους, με τον Ολυμπιακό να μην μπορεί (ή να μην έχει την όρεξη αν θέλετε) να τα περιορίσει. Ταυτόχρονα, είχαν έναν Varda πραγματικά από τα παλιά, που εμφανίστηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός κοντά στο καλάθι και κατά τη γνώμη μου έπρεπε να πάρει περισσότερα από 8 συνολικά σουτ, καθώς ήταν αποδεδειγμένα "ζεστός".


Όπως φαίνεται και από τα στατιστικά, ο ΟΣΦΠ κέρδισε το ματς επειδή αποκόμισε και ευστόχησε σε πολύ περισσότερες βολές (συνολικά είχε 22/33) σε σχέση με την Prokom, "αναιρώντας" έτσι τη μέτρια βραδιά του στα σουτ, ιδίως από το τρίποντο.

Επιπροσθέτως (και εκεί για μένα ήταν το κλειδί του ματς), επειδή έπαιζαν οι δύο ταχύτερες ομάδες της Euroleague (75.2 κατοχές ανά παιχνίδι ο ΟΣΦΠ, 74.9 η Prokom) και το παιχνίδι πήγε μοιραία σε σχετικά υψηλό tempo, ο ΟΣΦΠ έπρεπε να αντισταθμίσει την μέτρια άμυνά του στα σουτ της Prokom με το να την εξαναγκάσει σε πολλά λάθη. Και το κατάφερε, αφού μπορεί η Prokom να είχε το πολύ καλό 60% eFG, όμως ταυτόχρονα 1 στις 4 επιθέσεις της κατέληγε σε λάθος, δίνοντας έτσι το απαραίτητο χρονικό περιθώριο στον Ολυμπιακό να μπορέσει να βρει ρυθμό μέσα στο ματς και τελικά να μπορέσει να "πάρει" το παιχνίδι χάρη στην ξεκάθαρα ανώτερη κλάση των παικτών του.

Το "blackout" στο τέλος χαρακτηρίζεται σίγουρα απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο, δεδομένων των στόχων και των φετινών προσδοκιών του ΟΣΦΠ, καθώς και της κρισιμότητας κάθε αγώνα από εδώ και πέρα. Ουσιαστικά πήγε να "χαρίσει" μία σίγουρη νίκη και θα πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση από το Γιαννάκη κατά την προπόνηση στο closing-out των παιχνιδιών, έτσι ώστε να "καθαρίζει" ευκολότερα αυτά τα ματς και να απολαμβάνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα προκύπτοντα οφέλη (ξεκούραση των βασικών, περισσότερος χρόνος στους αναπληρωματικούς έτσι ώστε να είναι και αυτοί περισσότερο "ετοιμοπόλεμοι" στη συνέχεια, κτλ.).

Όσον αφορά στους υπόλοιπους προημιτελικούς, η Real πάλεψε στα ίσια με την Barcelona, δείχνοντας ότι έχει "δέσει" πλέον ως ομάδα και μέσω της προπονητικής εμπειρίας του Messina και της δεδομένης ικανότητας των παικτών της έχει τη δυνατότητα να πάει τη σειρά στα 5 ματς. Πάντως στο κρίσιμο σημείο του αγώνα, με τη νίκη να βρίσκεται μπροστά στα μάτια της, υπέπεσε σε λάθη άγχους και έλλειψης συγκέντρωσης, λόγω και της σκληρότατης άμυνας της Barca.

Η Maccabi επέδειξε και αυτή μία απαράδεκτη χαλαρότητα και έλλειψη καθαρού μυαλού στο 2ο ημίχρονο του αγώνα της με την Partizan, όταν και η τελευταία έβαλε σοφότατα περισσότερη δύναμη στο παιχνίδι, "έσφιξε" την άμυνά της και έφτασε τελικά σε μία ιστορική εκτός έδρας νίκη. Η εμφάνιση του Kecman ήταν εξωπραγματική, ενώ ο McCalebb ήταν πληθωρικός (10 rebounds, 6 assists, 2 κλεψίματα) και συν τοις άλλοις πέτυχε ένα μεγάλο και κρίσιμο lay-up στο τέλος.

Τέλος, η CSKA δεν αντιμετώπισε το παραμικρό πρόβλημα από την Caja Laboral. Από το 1ο δεκάλεπτο οι Ρώσοι σκόραραν με όποιον τρόπο ήθελαν, με τους Siskauskas και Planinic (που είχε 7 rebs και 7 assists) να μη συναντούν την παραμικρή αντίσταση στην εκτέλεση και την οργάνωση. Στη συνέχεια έδειξε το inside-outside ευέλικτο παιχνίδι του και ο Vorontsevich, ένας παίκτης τον οποίο εμείς εδώ στο RnG πιστεύουμε πάρα πολύ.

Περιμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τους 2ους αγώνες την Πέμπτη!

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Η Μάχη ενάντια στην Αμερική: Power Forwards


Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τους PF's στη σειρά άρθρων "U.S. vs. The World". Μέχρι τώρα έχουμε αναλύσει τη "μάχη" στις θέσεις του point guard, του shooting guard και του small forward.

Θυμίζω το concept: Επιλέγουμε την καλύτερη βασική πεντάδα μη Αμερικανών στον κόσμο για μια θεωρητική σειρά αγώνων ενάντια στην Team USA υπό κανόνες FIBA. Για κάθε θέση διαλέγουμε αρχικά 5 υποψηφίους και εν συνεχεία τους κατατάσσουμε με βάση τις κατά τη γνώμη μας απαραίτητες ικανότητες για την εκάστοτε θέση, με σκοπό να βρούμε τον καταλληλότερο. Οι επιλογές μας και γενικότερα το όλο εγχείρημα δεν έχουν σε καμία περίπτωση απόλυτο χαρακτήρα και γίνονται περισσότερο για να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο για σκέψη και συζήτηση.


Luis Scola


Profile: Ο Scola είναι ένας PF που θα έλεγα ότι πάει κόντρα στο πνεύμα των καιρών. Αποδεικνύει ότι συχνότατα το αυξημένο μπασκετικό IQ, η άριστη γνώση των "βασικών" και η "6η αίσθηση" για το άθλημα μπορούν να αντισταθμίσουν, ου μην και να υπερκεράσουν το μειονέκτημα της έλλειψης εντυπωσιακών αθλητικών προσόντων και εκρηκτικότητας. Ο ορισμός του μεθοδικού παίκτη, ο Αργεντινός βάζει άψογα το σώμα του κοντά στη ρακέτα και γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς είναι το καλάθι, έχοντας εκπληκτική αίσθηση του χώρου. Κυρίως όμως διαθέτει ένα ευρύ οπλοστάσιο από jump hooks και γενικότερα low-post spins, προσποιήσεις και σουτ, στα οποία πάντα προσδίδει ένα "απαλό" άγγιγμα που τον ευνοεί στις αναπηδήσεις. Εξάλλου, διαθέτει αποτελεσματικό και γρήγορο midrange jumpshot, ενώ και στα rebounds έχει τρομερή έφεση, που γίνεται ακόμα πιο αξιοσημείωτη αν σκεφτεί κανείς ότι είναι σχετικά κοντός για τα δεδομένα του NBA (2.06 μ.). Η άμυνά του βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, με το ύψος όμως των αντίπαλων σημερινών PF's-ελαφιών του NBA να του προκαλεί συχνά πρόβλημα.

Πρακτικά: Ο Scola έχει μεγάλη εμπειρία και καταγεγραμμένη επιτυχία σε NBA και Ευρώπη, γνωρίζοντας πλέον τον τρόπο αγωνιστικής προσέγγισης και των δύο μπασκετικών στιλ. Έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους καλύτερους Αμερικανούς, πραγματοποιώντας μία εκπληκτική εμφάνιση στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου με αντίπαλο την Team USA, οπότε και είχε σημειώσει 13/21 δίποντα, 11 rebounds, 2 κλεψίματα και 2 τάπες!

Επιθετικές αρετές: post moves, midrange game, κίνηση χωρίς την μπάλα


Anderson Varejao


Profile: Οι γνωστοί-άγνωστοι εμπαθείς, γραφικοί και "άσχετοι" Έλληνες δημοσιογράφοι συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αφήνουν το γνωστό περιστατικό με το Ζήση να τους "τυφλώνει", χαρακτηρίζοντας το Varejao "άμπαλο", "κατσίκι", "κριάρι" και άλλα συναφή. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ο Varejao αποτελεί ένα είδος παίκτη υπερπολύτιμου σε κάθε ομάδα, αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν "glue guy", δηλαδή τον υπερ-αλτρουιστή και μαχητικό παίκτη που σκοπός και ρόλος του είναι να κάνει τη ζωή του προπονητή και των συμπαικτών του ευκολότερη. Ο Βραζιλιάνος θα ρίξει χωρίς δεύτερη σκέψη το σώμα του στη "φωτιά", βουτώντας για διεκδικούμενες μπάλες, παίρνοντας θέση για αποκομιδή επιθετικού foul, σημειώνοντας καθοριστικά κλεψίματα και κοψίματα και γενικότερα ων σε διαρκή κίνηση. Επιπροσθέτως, είναι πολύ καλός στα lay-ins γύρω και κάτω από το καλάθι, ενώ έχει φοβερή έφεση στο επιθετικό rebound. Με λίγα λόγια, ο Varejao θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να κερδίσει η ομάδα του και αποτελεί έναν από τους καλύτερους 6ους παίκτες και "energy guys" στον κόσμο.

Πρακτικά: Ο Varejao, μέσω της πολύχρονης εμπειρίας του στο NBA, γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο που κινούνται οι Αμερικανοί ψηλοί, καθώς και το τι πρέπει να κάνει για να τους "εκνευρίσει" και να τους βγάλει από το ρυθμό τους. Ένα μειονέκτημά του είναι ότι δεν έχει αξιόπιστο jumpshot και επομένως η αποτελεσματικότητά του ως ελαφριού "4αριού" μειώνεται σε περιβάλλον FIBA. Πάντως, και μόνο λόγω του all-around, γεμάτου ενέργεια και ομαδικότητα παιχνιδιού του θέτει σοβαρότατη υποψηφιότητα για θέση βασικού στη World ομάδα.

Επιθετικές αρετές: κίνηση χωρίς την μπάλα, επιθετικό rebound, ευελιξία


Dirk Nowitzki


Profile: Δε χρειάζονται πολλές συστάσεις για το σπουδαίο Γερμανό. Ίσως ο καλύτερος power forward στον κόσμο και σίγουρα ο Ευρωπαίος που έχει αφήσει το στίγμα του στο NBA περισσότερο από κάθε άλλον. Επιθετικά είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, καθώς σχεδόν πάντα δημιουργεί mis-matches κινούμενος στην περιφέρεια και μπορεί είτε να σουτάρει με ευκολία πάνω από τον αντίπαλό του (πέφτοντας πάντα ελαφρά προς τα πίσω) είτε να βάλει την μπάλα στο παρκέ και να επιχειρήσει drive, εκμεταλλευόμενος το άριστο για seven-footer παίκτη ball-handling του. Είναι πραγματικά θανατηφόρος στα midrange jumpshots με πρόσωπο στο καλάθι και στα fadeaways από το post. Πλέον σουτάρει αρκετά λιγότερα τρίποντα απ' ότι παλιότερα. Έχει σχεδόν ξετινάξει την ταμπέλα του "soft" από πάνω του, παίζοντας πιο σκληρή και καλή άμυνα και μη φοβούμενος τις μάχες κάτω από τα καλάθια. Είναι παίκτης για τις μεγάλες στιγμές και τα μεγάλα σουτ.

Πρακτικά: Παίζει και κυριαρχεί στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και πολλά χρόνια. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα επιθετικά όπλα στον κόσμο και οι κανόνες FIBA θα τον ευνοήσουν ακόμα περισσότερο και στην άμυνα, αφού εκεί υπάρχει αρκετά μικρότερη εξάρτηση στη man defense σε σχέση με το NBA.

Επιθετικές αρετές: ανυπέρβλητο midrange game, "δολοφονικό" ένστικτο σκόρερ, αλάνθαστος από τη γραμμή των βολών


Ersan Ilyasova


Profile: Ίσως ο πιο "περιφερειακός" μη Αμερικανός PF. "4άρι" καθαρά ευρωπαϊκής κοπής, που κινείται τον περισσότερο χρόνο μακριά από το "ζωγραφιστο", ψάχνοντας το κατάλληλο άνοιγμα για σουτ ή drive. Ικανότατος σουτέρ από το (αμερικανικό) τρίποντο, αν βάλει μερικά συνεχόμενα δύσκολα "κρυώνει", αν και τείνει να εκβιάζει προσπάθειες όταν δεν του "βγαίνει" το παιχνίδι. Συνήθως αποφεύγει τις μάχες στη ρακέτα, μαζεύοντας παρ' όλα αυτά έναν ικανοποιητικό αριθμό από rebounds. Η άμυνα ποτέ δεν ήταν το φόρτε του, κυρίως λόγω έλλειψης διάθεσης και συγκέντρωσης και όχι λόγω έλλειψης αθλητικών ικανοτήτων, τις οποίες κατέχει σε αφθονία (για Ευρωπαίο). Δεν είναι αυτό που λέμε "παίκτης του προπονητή", όμως η εντυπωσιακή άγνοια κινδύνου και η αυτοπεποίθηση που τον διακρίνουν μπορούν να ωθήσουν ανά πάσα στιγμή την εκάστοτε ομάδα του στη νίκη.

Πρακτικά: Είναι μόλις στη 2η χρονιά του στο NBA (στην πρώτη του απόπειρα είχε κριθεί ανέτοιμος), όμως έδειξε το πλούσιο ταλέντο του σε περιβάλλον FIBA πέρσι με τη Barcelona και με την Εθνική Τουρκίας στο Eurobasket, όπου κατά στιγμές έμοιαζε ασταμάτητος. Ένα ματς με αντίπαλο την Team USA, βέβαια, αποτελεί διαφορετική ιστορία, όμως δεν παύει να είναι άριστα εξοικειωμένος με τις ιδιαιτερότητες του ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Το ερώτημα είναι αν φτάνει η μέχρι τώρα εμπειρία του στα παρκέ για να μπορέσει να αντιμετωπίσει για 30 λεπτά ένα LeBron ή έναν Carmelo σε επίθεση και άμυνα.

Επιθετικές αρετές: μακρινό σουτ, εκρηκτικότητα, αγωνιστικό θράσος


Erazem Lorbek


Profile: Για μένα ο Lorbek πρέπει να αποτελεί το νο. 1 πρότυπο όσων ψηλών παιδιών κάνουν τα πρώτα σοβαρά βήματά τους στο μπάσκετ και παίζουν στις θέσεις "4" και "5". Και αυτό γιατί ο Σλοβένος έχει αδιαμφισβήτητα την καλύτερη γνώση των βασικών μεταξύ όλων των εν Ευρώπη ψηλών. Κάθε του βήμα είναι σίγουρο, κάθε του κίνηση καλά σχεδιασμένη. Μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση και από οποιαδήποτε στάση του σώματος (με πρόσωπο ή με πλάτη). Δουλεύει με φοβερά μεθοδικό τρόπο στο low και high post, όπου τα up-n-unders του με τις διαδοχικές προσποιήσεις προσφέρουν κάθε φορά οπτικό υλικό στα σεμινάρια για ψηλούς παίκτες. Έχει μάθει με το σωστότερο τρόπο το άθλημα και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον τρόπο που αγωνίζεται. Είναι αξιόπιστος στα rebounds, αλλά όχι τόσο φερέγγυος στην άμυνα. Αυτό που κυρίως του λείπει είναι δύναμη, αθλητικότητα και εκρηκτικότητα, εμποδίζοντάς τον έτσι από το να επιχειρήσει την "απόβαση" στο NBA.

Πρακτικά: Εναντίον των Αμερικανών θα σημείωνε αρκετούς πόντους, βασιζόμενος στην άγνοιά τους για το πολυσύνθετο παιχνίδι του, όμως στο αμυντικό κομμάτι τα πράγματα θα ήταν δύσκολα (ιδιαίτερα στα box-outs και τα screens) απέναντι στους πολύ δυνατούς Howard και Bosh (συν π.χ. τον Bynum ή τον Oden).

Επιθετικές αρετές: πολύμορφο επιθετικό παιχνίδι, σωστή χρήση του σώματος, υψηλό μπασκετικό IQ


Σύγκριση



Νικητής

Όπως μπορείτε να δείτε ρίχνοντας μία συνολική ματιά στην κατάταξη των "υποψηφίων" στις (αντιπροσωπευτικές για "4άρια") κατηγορίες που επιλέξαμε για τη σύγκριση, ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός ανάμεσα σε Varejao, Scola και Dirk. Καθένας αριστεύει σε πολλά και διαφορετικά κομμάτια του παιχνιδιού, συμπληρώνοντας ο ένας ιδανικά τις αδυναμίες του άλλου.

Όμως σύμφωνα με τις επιταγές του εγχειρήματός μας πρέπει να επιλέξουμε μόνο έναν, και αυτός δε θα μπορούσε να είναι άλλος από το μεγάλο Γερμανό, Dirk Nowitzki. Ο Γερμανός αποτελεί την πιο σίγουρη λύση για μία τόσο σπουδαία και δύσκολη σειρά αγώνων, όπως θα ήταν αυτή απέναντι στην καλύτερη εθνική ομάδα του κόσμου.

Το σκοράρισμά του θα ήταν από μόνο του αρκετό για να κρατάει τη World ομάδα μέσα στο παιχνίδι. Οι Αμερικανοί PF's δυσκολεύονται ιδιαίτερα όλα αυτά τα χρόνια να τον περιορίσουν στο NBA και δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι δε θα δυσκολεύονταν κι εδώ.

Εξάλλου, έχοντας ήδη επιλέξει το Steve Nash ως PG της ομάδας μας, θα περιμέναμε με αγωνία να δούμε την αναβίωση των μοναδικών συνεργασιών των δύο τους από το Dallas. Σίγουρα τα pick-n-pops θα είχαν την τιμητική τους. Η δε συνύπαρξή του με το Luol Deng στους forwards θα δημιουργούσε ένα δίδυμο κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με μπόλικη ευελιξία και πάρα πολύ ταλέντο στο face-up παιχνίδι από μέση απόσταση.

Μείνετε συντονισμένοι για το τελευταίο άρθρο αυτής της σειράς αφιερωμάτων, στο οποίο και θα επιλέξουμε το βασικό center της διεθνούς "αρμάδας"!

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Διαγωνισμοί Run-N-Gun και Triple Crown Basketball Academy!



Βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε τη συνεργασία του Run-N-Gun με την Triple Crown Basketball Academy ως προς τη διεξαγωγή μηνιαίων διαγωνισμών με πλούσια δώρα για τους αναγνώστες (και μη) του blog! Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε, είναι να πατήσετε στη φωτογραφία αυτού του post ή στο link που βρίσκεται στην πλαϊνή μπάρα του blog και θα μεταφερθείτε στη σελίδα των διαγωνισμών της Triple Crown Basketball Academy. Εκεί θα μπορείτε να απαντάτε στην ερώτηση του κάθε μήνα και συμπληρώνοντας τα απαραίτητα στοιχεία (ώστε να μπορεί η Triple Crown να επικοινωνήσει μαζί σας σε περίπτωση που κερδίσετε) να λαμβάνετε μέρος στο διαγωνισμό που θα χαρίζει κάθε μήνα ένα δώρο σε κάποιον τυχερό! Ο πρώτος διαγωνισμός είναι ήδη σε εξέλιξη, δηλώστε συμμετοχή τώρα!

Το κολλεγιακό μπάσκετ με απλά λόγια



Η σημαντικότερη στιγμή της σεζόν του κολλεγιακού μπάσκετ έφτασε! Το NCAA Tournament, που χαϊδευτικά αποκαλείται "March Madness", ξεκινά την Τρίτη και αναμένεται και φέτος να μας προσφέρει απλόχερα πάθος, μεγάλα παιχνίδια και μπόλικη μπασκετική απόλαυση.

Επειδή, όμως, πολλοί (για να μην πούμε η συντριπτική πλειοψηφεία) των Ελλήνων fans του μπάσκετ δεν γνωρίζουν ακριβώς τι "παίζει" με το κολλεγιακό μπάσκετ και τη δομή του, ας προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε με απλά λόγια το πώς λειτουργεί το "οικοδόμημα" του NCAA basketball, ξεκινώντας από τα απολύτως βασικά.

Τα αμερικανικά κολλέγια (πανεπιστήμια) χωρίζονται, βάσει της δυναμικότητας και του κύρους του μπασκετικού τους προγράμματος, σε 3 κατηγορίες (Divisions). Εμάς (και όλο σχεδόν το μπασκετικό κοινό) μας ενδιαφέρει η 1η Division, όπου αγωνίζονται 350 περίπου κολέγια. Σχεδόν κάθε κολλέγιο ανήκει σε μία περιφέρεια (conference), εκτός από κάποια (φέτος ήταν 7 τον αριθμό) που προσωρινά δεν ανήκουν σε καμία περιφέρεια, τα λεγόμενα ανεξάρτητα (independents).

Οι conferences περιλαμβάνουν κολλέγια από μία συγκεκριμένη ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και αυτό συνήθως υποδηλώνεται από το όνομά τους. Π.χ. η Big East Conference περιλαμβάνει κολλέγια από τις ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ, ενώ η West Coast Conference από περιοχές κοντά στην δυτική αμερικανική όχθη.

Η regular season κάθε κολλεγιακής ομάδας αποτελείται από δύο μέρη: το non-conference πρόγραμμα και το conference πρόγραμμα.

Για το non-conference κομμάτι, που διαρκεί στο περίπου από αρχές Νοεμβρίου μέχρι αρχές Ιανουαρίου, κάθε ομάδα "κατασκευάζει" μόνη της το πρόγραμμά της, "κλείνοντας" αγώνες με οποιαδήποτε άλλη ομάδα-κολλέγιο θέλει.

Στο conference πρόγραμμα, που διαρκεί περίπου από αρχές Ιανουαρίου μέχρι αρχές Μαρτίου, κάθε ομάδα παίζει με όλες τις άλλες ομάδες της conference της, δηλαδή όπως σε ένα κανονικό ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Σημειώνουμε εδώ ότι δεν είναι απαραίτητο ότι κάθε ομάδα θα παίξει εντός-εκτός με όλες τις άλλες ομάδες της conference της. Οι λεπτομέρειες του προγράμματος και το ποιος θα παίξει πόσες φορές με ποιον διαφέρουν από περιφέρεια σε περιφέρεια, εφόσον κάθε περιφέρεια έχει διαφορετικό αριθμό ομάδων και διαφορετικό χρονικό εύρος αγώνων.

Μπορείτε να δείτε τη φετινή τελική βαθμολογία όλων των conferences εδώ. Στο πεδίο CONF αναφέρεται το conference ρεκόρ κάθε ομάδας (δηλαδή το ρεκόρ της στους αγώνες ενάντια στις ομάδες της conference της) και στο OVERALL το συνολικό (confernce συν non-conference) ρεκόρ της.

Μόλις ολοκληρωθούν οι conference αγώνες ακολουθεί το conference tournament κάθε περιφέρειας. Θεωρήστε αυτό ως τα playoffs κάθε conference, που αναδεικνύουν τον τελικό πρωταθλητή της. Το πόσες ομάδες κάθε περιφέρειας συμμετέχουν στο conference tournament αυτής διαφέρει από περιφέρεια σε περιφέρεια. Το κοινό στοιχεία, πάντως, όλων των conference tournaments είναι ότι έχουν μορφή one-and-done (δηλαδή έχουν μόνο μονούς αγώνες) και διεξάγονται σχεδόν όλα την ίδια εβδομάδα, γνωστή ως "Championship Week", η οποία για φέτος άρχισε την προηγούμενη Δευτέρα και ολοκληρώθηκε χθες. Δειγματοληπτικά, μπορείτε να δείτε εδώ το tournament της Big East και εδώ το tournament της ACC.

Την ημέρα της ολοκλήρωσης και των τελευταίων conference tournaments (δηλαδή χθες) προβάλλεται πάντα στην αμερικανική τηλεόραση η εκπομπή που ανακοινώνει τις επιλογές της ειδικής επιτροπής του NCAA όσον αφορά στις ομάδες που θα συμμετάσχουν στο νο. 1 από άποψη κύρους και σημασίας πανεθνικό postseason tournament, το March Madness. Η μέρα αυτή είναι γνωστή ως "Selection Sunday".

Στο τελικό NCAA tournament προκρίνονται συνολικά 65 ομάδες. Αυτές χωρίζονται σε 31 "αυτόματες" προκρίσεις και 34 προκρίσεις που καθορίζονται από την ειδική επιτροπή που αναφέραμε.

Απονέμονται 30 αυτόματες "προσκλήσεις" στις ομάδες που κατέκτησαν το conference tournament των 30 περιφερειών, συν 1 στην πρωταθλήτρια της regular season της Ivy League Conference, η οποία δε διεξάγει conference tournament.

Η διαδικασία για την επιλογή των υπόλοιπων 34 ομάδων είναι περίπλοκη και εμπεριέχει και στοιχείο υποκειμενικότητας. Συνυπολογίζονται, μεταξύ άλλων, το ρεκόρ της κάθε υποψήφιας ομάδας και το ρεκόρ των αντιπάλων αυτής. Με άλλα λόγια, παίζει τεράστιο ρόλο το λεγόμενο "strength of schedule" κάθε ομάδας, δηλαδή το πόσο ισχυρές ομάδες αντιμετώπισε αυτή στη διάρκεια της σεζόν.

Αυτό το σύστημα σχεδόν πάντα ευνοεί τις ομάδες των λεγόμενων "ισχυρών" περιφερειών. Για παράδειγμα, φέτος το Wake Forest, ομάδα που ανήκει στην ισχυρή και ανταγωνιστική ACC και είχε ρεκόρ 19-10, προκρίθηκε στους 65, ενώ το UAB, ομάδα της μέτριας δυναμικότητας C-USA που είχε ρεκόρ 23-8, δεν προτιμήθηκε.

Οι 6 ισχυρότερες περιφέρειες (power conferences) είναι οι ACC, Big East, Big Ten, Big 12, SEC και Pac-10, και είναι αυτές που σχεδόν κάθε φορά συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό μη αυτόματα προκριθείσων ομάδων στις τελικές 65.

Ο παράγοντας "strength of schedule" είναι μερικώς στο "χέρι" μίας ομάδας, εφόσον, ενώ στο conference πρόγραμμά της οι αντίπαλοι είναι προκαθορισμένοι, στο non-conference κομμάτι μπορεί να διαλέξει εκείνη τους αντιπάλους τους. Με άλλα λόγια, μία ομάδα μπορεί να κινηθεί εκ του ασφαλούς, κανονίζοντας αγώνες με αδύναμες ομάδες, ώστε να αποκομίσει στο τέλος ένα όσο το δυνατόν καλύτερο ρεκόρ, ή μπορεί να κανονίσει αγώνες με πολύ ισχυρές ομάδες, έτσι ώστε ακόμα και αν χάσει μερικούς από αυτούς, να μετρήσουν θετικότατα στο "βιογραφικό" της ενόψει της τελικής επιλογής για το tournament.

Πολύ συχνά, όπως συνέβη φέτος με το Mississippi State και το Illinois, τα πράγματα είναι τόσο οριακά και υπάρχουν τόσες πολλές ομάδες που αξίζουν μία επιλογή, που αρκετές ομάδες αισθάνονται τελικά αδικημένες που δεν επιλέχθηκαν.

Οι top ομάδες που δεν επιλέγονται για το NCAA tournament (όπως η North Carolina φέτος) καταφεύγουν στα χαμηλότερου κύρους και δευτερεύοντα postseason tournaments, σπουδαιότερο εκ των οποίων είναι το NIT (National Invitation Tournament).

Η ειδική επιτροπή επιλογής δεν επιλέγει μόνο τις ομάδες που θα συμμετάσχουν στα March Madness, αλλά βγάζει και τα "ζευγάρια", βάσει των πεπραγμένων τους στη regular season. Το πανόραμα (ή αλλιώς bracket) του φετινού tournament μπορείτε να το δείτε εδώ.

Όπως βλέπετε, ο αντίπαλος του Duke θα καθοριστεί από το λεγόμενο "Opening Round Game", που θα διεξαχθεί αύριο Τρίτη μεταξύ της 64ης και 65ης ομάδας (κατά δυναμικότητα) του τουρνουά.

Μη σας προβληματίζουν οι 4 γεωγραφικές περιοχές που αναγράφονται με μεγάλα γράμματα (Midwest, East, South, West), αφού δεν έχουν καμία σχέση με τη γεωγραφική τοποθεσία των ομάδων. Σηματοδοτούν απλά το σε ποια πόλη θα διεξαχθούν οι αγώνες του συγκεκριμένου τεταρτημορίου του bracket.

Αυτά προς το παρόν! Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να βοήθησαν όσους από εσάς θέλετε να μυηθείτε στην ιδιαίτερη μαγεία του κολλεγιακού μπάσκετ και ειδικότερα του March Madness, του αγνότερου ίσως μπασκετικού γεγονότος στον πλανήτη.

Τέλος, μπορεί η Nova να δείξει αρκετά από τα ματς του τουρνουά, όμως οι πραγματικά αφοσιωμένοι θα πρέπει να έχετε οπωσδήποτε πρόχειρο αυτό το link, από το οποίο θα μεταδοθούν, επίσημα και σε υψηλή ανάλυση, όλοι οι αγώνες του March Madness!

Για οποιαδήποτε συμπληρωματική απορία ή διευκρίνιση αφήστε comment!

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Τα καλύτερα και χειρότερα παρατσούκλια του ΝΒΑ



Κάνοντας πριν λίγο καιρό την καθιερωμένη μεταμεσονύκτια περιήγηση στους αγώνες του ΝΒΑ, συνειδητοποίησα ότι πλέον τα nicknames των παικτών έχουν γίνει πολύ κοινότοπα και δε φτάνουν το επίπεδο του παρελθόντος. Στο Toronto είναι ο CB4, στους Hornets ο CP3, στους Magic ο D12 κλπ. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο trend δεν προσθέτει στην εικόνα των παικτών τον απαραίτητο μύθο που προσέφεραν απλόχερα παρατσούκλια όπως Hakeem the Dream, The Admiral, The Mailman κλπ. Για αυτόν το λόγο, αποφάσισα να ψάξω να βρω τα καλύτερα και τα ατυχέστερα παρατσούκλια του ΝΒΑ. Enjoy!

Τα καλύτερα

16) Wild Thing - Anderson Varejao (για το παρουσιαστικό και το στιλ παιχνιδιού του)
15) Diesel - Shaquille O' Neal
14) AK-47 - Andrei Kirilenko
13) The Brazilian Blur - Leandro Barbosa (για την ταχύτητά του)
12) Skip to my Lou - Rafer Alston
11) Vinsanity - Vince Carter
10) Crash - Gerald Wallace (για το τολμηρό στιλ παιχνιδιού του που συχνά επιφέρει τραυματισμούς)
9) Vanilla Gorilla - Joel Przybilla (λόγω του χρώματος του δέρματός του)
8) The Truth - Paul Pierce
7) Boom Dizzle - Baron Davis
6) The Big Aristotle - Shaquille O' Neal (από τον ίδιο το Shaq για τις πολλές φιλοσοφίες του)
5) Tough Juice - Caron Butler (για το παθιασμένο και σκληρό παιχνίδι του, καθώς και για το ότι είχε δύσκολη παιδική ηλικία)
4) Bad Porn - Corey Maggette (μπορείτε να δείτε εδώ το γιατί)
3) Black Mamba - Kobe Bryant (για τα φονικά σουτ του)
2) White Chocolate - Jason Williams (για το streetball στιλ του, ασυνήθιστο σε λευκούς παίκτες)
1) The Answer - Allen Iverson

Τα χειρότερα

16) Τhe Man from Sudan - Luol Deng (για την καταγωγή του από το Σουδάν)
15) Τhe Prince - Luc Richard Mbah a Moute (από το ότι είναι πρίγκηπας στο χωριό του στο Καμερούν, καθώς και από τη σειρά "The Fresh Prince of Bel-Air")
14) Durantula - Kevin Durant (παραλληλισμός με την αράχνη ταραντούλα)
13) Me, myself and Iverson - Allen Iverson (για το εγωιστικό στυλ παιχνιδιού του)
12) The Rooster - Danillo Gallinari (για το κούρεμά του)
11) DaWhite Howard - David Lee (για τα double-double του)
10) Red Rocket - Matt Bonner
9) Spanish Chocolate - Sergio Rodriguez (για το streetball στιλ του, ατυχής σύγκριση με Jason Williams)
8) The Janitor - Brian Cardinal (για τη μη μπασκετική εμφάνιση του)
7) Uncle Etan - Etan Thomas (για την ευγενική φυσιογνωμία του)
6) The Polish Hammer - Marcin Gortat
5) Boobie - Daniel Gibson
4) The Machine - Sasha Vujacic (έτσι αυτοανακηρύχθηκε ο Σλοβένος για τη συνεχόμενη ευστοχία του στα τρίποντα)
3) Big Baby - Glen Davis (του ταιριάζει απόλυτα μετά την αντίδρασή του εδώ)
2) The Black Hole - Oleksiy Pecherov (για τις εκπληκτικές αποδόσεις του και το ρόλο του στην ομάδα)
1) The Ginger Ninja - Brian Scalabrine (no comment, η φωτογραφία τα λέει όλα)

Ποιο είναι για εσάς το καλύτερο και το χειρότερο μπασκετικό παρατσούκλι;

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Top 10 Βελτιωμένοι Παίκτες στο ΝΒΑ



Κάθε χρόνο μαζί με τα άλλα ατομικά βραβεία του ΝΒΑ (MVP, Defensive Player, Rookie, 6th Man, κλπ) απονέμεται και το βραβείο του πιο βελτιωμένου παίκτη της χρονιάς. Η συγκεκριμένη κατηγορία πάντα μου προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό ένας παίκτης να βελτιώνει συνεχώς το παιχνίδι του προσθέτοντας νέα στοιχεία. Έχοντας παρακολουθήσει, λοιπόν, πολλά παιχνίδια ΝΒΑ φέτος θα προσπαθήσω να κατατάξω τους 10 πιο βελτιωμένους παίκτες στη λίγκα ελπίζοντας ότι κάποτε θα παραδειγματιστούν και αρκετοί Έλληνες παίκτες που συχνά παρασύρονται από τα μεγάλα συμβόλαια και τις ομαδικές επιτυχίες και μένουν σχετικά στάσιμοι.

10) Anthony Morrow (Golden State Warriors)

Μόλις στη δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ και παρότι καμία ομάδα δεν τον επέλεξε στο draft o Morrow ήδη θεωρείται ένας από τους καλύτερους shooters στο ΝΒΑ. Πέρυσι είχε δώσει δείγματα του ταλέντου του, αλλά φέτος έχει μεγαλύτερο ρόλο στους Warriors και αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Ακόμα και με τους Monta Ellis, Stephen Curry, CJ Watson μπροστά του, εκείνος βρίσκει τον τρόπο να σκοράρει και μάλιστα είναι 7ος σε όλο το ΝΒΑ σε 3PT% με 43.8%. Πολλοί θα υποστήριζαν ότι ευνοείται από το άναρχο παιχνίδι των Warriors και την έλλειψη inside game και όσον αφορά στο ρυθμό της ομάδας και στις ευκαιρίες του να σουτάρει θα είχαν δίκιο. Θα ήθελα να επισημάνω, ωστόσο, ότι η ποιότητα των υπολοίπων guards (και ειδικά των Curry και Ellis) μόνο αρνητικό μπορεί να αποτελέσει για το Morrow ως προς την παραγωγικότητά του, ενώ θεωρώ ότι πιθανώς σε μια πιο "σοβαρή" ομάδα θα είχε ακόμα καλύτερα ποσοστά και θα αναδεικνυόταν περισσότερο.

9) Jared Dudley (Phoenix Suns)

Στην τρίτη του χρονιά στο ΝΒΑ ο Jared Dudley μας δείχνει κάτι διαφορετικό από τα 2 προηγούμενα χρόνια και μας αναγκάζει να τον συμπεριλάβουμε σε αυτό το Top 10. Aπό την αφάνειά του στους Bobcats, ο Dudley έχει μετατραπεί σε έναν εξαιρετικό ρολίστα στους Suns. H βελτίωσή του στο σουτ είναι δύσκολο να μη γίνει αντιληπτή από όποιον τον είχε δει και τα προηγούμενα χρόνια. Σίγουρα το up-tempo παιχνίδι των Suns τον βοηθά πολύ, όμως είναι εμφανές ότι έχει δουλέψει πολλές ώρες σουτάροντας και αυτό αποτυπώνεται στο 44% στα τρίποντα, που τον φέρνει στην 5η θέση σε όλο το ΝΒΑ. Εκτός αυτού, όμως, η ενέργεια που βγάζει στο παρκέ όταν μπαίνει από τον πάγκο είναι αξιοπρόσεκτη. Το hustling και η μεγάλη βελτίωσή του στην άμυνα τον έχουν κάνει πολύ συμπαθή στους φίλους των Suns, οι οποίοι εκτιμούν την προσφορά του και ελπίζουν να συνεχίσει με ανάλογο ζήλο καθώς έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης. (Στα συν υπολογίζεται και η αλλαγή του κουρέματός του.)

8) George Hill (San Antonio Spurs)

Όταν ο Gregg Popovich λέει ότι στους Spurs των Duncan, Ginobili, Parker αγαπημένος του παίκτης είναι ο George Hill, τότε σίγουρα ο τελευταίος χρειάζεται προσοχή. Ο Hill αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση παίκτη, αλλά τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν ξεχωριστό θα τα δούμε σε ξεχωριστό άρθρο, καθώς σίγουρα είναι player we like. Όσον αφορά στην αγωνιστική του βελτίωση σε σχέση με πέρυσι, είναι μεγάλη. Πλέον δε φοβάται να σουτάρει και γενικά να αναλάβει πρωτοβουλίες στο σκοράρισμα και στην οργάνωση του παιχνιδιού σε μια ομάδα όπου αγωνίζονται αστέρες πολύ μεγαλύτεροι από τον ίδιο. Το 47% στα σουτ εντός παιδιάς έρχεται ως επίρρωση των παραπάνω. Επιπλέον, είναι εμφανές ότι δουλεύει πολύ τη σωματοδομή του, καθώς έχει δυναμώσει αρκετά τον κορμό του και σε συνδυασμό με την ταχύτητά του και το μεγάλο άνοιγμα χεριών, έχει μετατραπεί σε defensive stopper του ποιοτικότερου αντίπαλου guard. Λόγω των τραυματισμών του Parker και του Ginobili έχει πάρει πολλές ευκαιρίες φέτος και έχει δικαιώσει τον προπονητή του που τον πίστεψε αντί του πεπειραμένου Michael Finley για παράδειγμα. Αν κρίνουμε από τη σοβαρότητα των Spurs και το work ethic που επιδεικνύει ο ίδιος, το μέλλον προμηνύεται λαμπρό.

7) Joakim Noah (Chicago Bulls)

Οι πρόσφατοι τραυματισμοί του έχουν χαλάσει μια πολύ καλή χρονιά για το Noah, η οποία από πολλούς χαρακτηριζόταν ως breakthrough. Είναι 4ος σε total rebound% σε όλο το ΝΒΑ φέτος με 20.2%, το οποίο συνοδεύει με 1.6 τάπα ανά παιχνίδι, αποτελώντας με λίγα λόγια το σημείο αναφοράς των Bulls μέσα στη ρακέτα. Το hustling και η έφεσή του στην άμυνα, ήταν γνωστά από πέρυσι, όμως πέρασε πολλές ώρες στο γυμναστήριο δυναμώνοντας πάρα πολύ το σώμα του και παράλληλα πρόσθεσε και μερικές κινήσεις στο επιθετικό ρεπερτόριό του, το οποίο πάντως παραμένει ελαφρά περιορισμένο. Αν δεν είχε τραυματιστεί και χάσει αρκετούς αγώνες, ίσως να βρισκόταν και σε υψηλότερη θέση, ενώ το σίγουρο είναι ότι αν συνεχίσει να δουλεύει σε αυτούς τους ρυθμούς θα γίνει beast in the paint, δίνοντας στους Bulls τον ψηλό που τόσο χρειάζονται.

6) Al Horford (Atlanta Hawks)

Η φετινή εκπληκτική πορεία των Hawks οφείλεται εώς ένα βαθμό και στον Horford. Ο center από τη Δομινικανή Δημοκρατία αξίζει πολλών συγχαρητηρίων σε πρώτη φάση για το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές είναι undersized και παλεύει με δυνατότερους και ψηλότερους αντιπάλους. Δεν το βάζει κάτω, ωστόσο, και με όπλα την ταχύτητά του, την ευελιξία του και το ένστικτό του γύρω από το καλάθι έχει ανεβάσει κατακόρυφα την απόδοσή του φέτος, σε σημείο μάλιστα που κλήθηκε για πρώτη φορά και στο All-Star Game. Στην τρίτη του χρονιά στο ΝΒΑ, ο Horford αρχίζει να δικαιώνει τους ανθρώπους που τον επέλεξαν στο νούμερο 3 του draft καθώς αυτή είναι η πρώτη του αληθινά μεγάλη χρονιά, την οποία δε θα μπορούσαμε να μην επιβραβεύσουμε.

5) Russell Westbrook (Oklahoma City Thunder)

Οι Thunder κάνουν μια φοβερή χρονιά φέτος και βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην 6η θέση στη Δύση. Πολλά εύσημα ανήκουν στον Kevin Durant, που κάνει χρονιά επιπέδου MVP και στο Scott Brooks, ο οποίος έχει μετατρέψει ένα νεανικό σύνολο σε μια ταχύτατη, συνεπέστατη και άκρως επικίνδυνη ομάδα, την οποία πολλοί φοβούνται να έχουν ως αντίπαλο στον πρώτο γύρο των playoffs. Σημαντικό ρόλο στην αναμόρφωση των Thunder παίζει ο βασικός play-maker της ομάδας, ο Westbrook. Η βελτίωσή του στον τρόπο που διαχειρίζεται το παιχνίδι και βλέπει το παρκέ είναι καθοριστική για το επιθετικό πλάνο της ομάδας, ενώ και οι αντιδράσεις του σε κρίσιμες καταστάσεις τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση είναι θετικότατες. Σαφέστατα, πάντως, ο Westbrook ευρισκόμενος μόλις στη δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ έχει ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης και ήδη θεωρείται ένα από τα next big things στους guards.

4) Carl Landry (Houston Rockets/Sacramento Kings)

Επωφελούμενος από τον τραυματισμό του Yao Ming, ο Carl Landry πήρε αρκετές ευκαιρίες στο Houston και δεν τις άφησε να πάνε χαμένες. Βελτιώθηκε πολύ στο επιθετικό κομμάτι και χρησιμοποιώντας τη δύναμη και την ταχύτητά του, έπαιρνε συχνά την καλύτερη θέση στο low post και τελείωνε τη φάση με διάφορους τρόπους (κάρφωμα, σουτ, lay-in μετά από post move). To γεγονός, ωστόσο, ότι δεν αποτελούσε έναν καθαρόαιμο center και οι Rockets έχουν αρκετούς παίκτες του τύπου του (Scola, Andersen, Hayes) τον έκανε αναλώσιμο. Έτσι, μετακόμισε στο Sacramento. Εκεί, παρουσιάζεται ακόμα καλύτερος και έχει μεγάλο ρόλο στη νεανική ομάδα των Kings. Αν βελτιώσει λίγο και την αμυντική του συμπεριφορά, τότε θα μιλάμε για έναν από τους πλέον ανερχόμενους power forwards του ΝΒΑ.

3) Marc Gasol (Memphis Grizzlies)

Παίζοντας σε μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις τις χρονιάς, ο Marc έχει καταφέρει να εδραιωθεί ως ένας από τους καλύτερους νέους centers του πρωταθλήματος. Μόλις στη δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ και ενώ βρίσκεται σε μια ομάδα με αρκετούς shothogs, ο Gasol έχει καταφέρει να γίνει σημείο αναφοράς μέσα στη ρακέτα. Μάλιστα, σε ένα από τα πιο προχωρημένα στατιστικά του ΝΒΑ, το Win Shares, το οποίο εκφράζει για πόσες περίπου από τις νικές της ομάδας του είναι υπεύθυνος ένας παίκτης, ο Marc είναι 10ος στο ΝΒΑ ανάμεσα σε elite franchise players όπως ο LeBron, o Howard, o Nowitzki κλπ. Δεν έχει ακόμα το sweet touch του αδερφού του γύρω από το καλάθι (αν και είναι 4ος σε όλο το ΝΒΑ σε eFG%), αλλά δουλεύει καθημερινά για να το αποκτήσει και σε αρκετές περιπτώσεις βγάζει φάσεις που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν τελικά μπορεί να γίνει καλύτερος από τον Pau. Στο αμυντικό κομμάτι, πάντως, είναι σίγουρα πιο ανθεκτικός λόγω όγκου και μπορεί να αντιμετωπίσει στα ίσια τους περισσότερους αντιπάλους του. Χρειάζεται ακόμα δουλειά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το παιχνίδι, όμως ο συνδυασμός του work ethic του και των εμπειριών που αποκτά σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Marc θα συνεχίσει να βελτιώνεται εντυπωσιακά και ίσως κάποτε ξεπεράσει και το μεγάλο (σε ηλικία και αξία) αδερφό του.

2) Josh Smith (Atlanta Hawks)

Παραπάνω μιλήσαμε για την εκπληκτική χρονιά των Atlanta Hawks και το ρόλο του Horford σε αυτή. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί ο τελευταίος να έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό, όμως και ο J-Smoove έχει ανέβει αρκετά επίπεδα στον τρόπο παιχνιδιού του. Πιο ώριμος από ποτέ, ο Smith δεν αναλώνεται σε σουτ κακών προϋποθέσεων και συνεχείς προσπάθειες για θεαματικές άμυνες όπως στο παρελθόν. Αντίθετα, έχει εξελίξει το post game του και σε συνδυασμό με την έφεσή του στο παιχνίδι πάνω από το καλάθι, έχει καταφέρει να γίνει καλύτερος στον τομέα του shot selection που ήταν το αδύναμο σημείο του. Στην άμυνα, συνεχίζει να προσφέρει μεγαλοπρεπείς τάπες (4ος σε τάπες ανά παιχνίδι σε όλο το ΝΒΑ) και να κλέβει μπάλες ώστε να βγαίνει στον αιφνιδιασμό, όμως πλέον έχει μάθει να βάζει όρια στον εαυτό του. Δε ρισκάρει συνεχώς, χρησιμοποιεί το κορμί του και την ταχύτητά του, ενώ δίνει πολύ συχνά καίριες βοήθειες.

Το γεγονός ότι δεν μπήκε στο All-Star Game χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως αδικία και φαίνεται να πείσμωσε τον ίδιο, ο οποίος παρουσιάζεται ακόμα καλύτερος τον τελευταίο καιρό τόσο στον τομέα της εκτέλεσης όσο και της δημιουργίας. Ο ρόλος του στους Hawks είναι καταλυτικός και από την απόδοσή του θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό πόσο μακριά θα φτάσουν στα playoffs. Ό,τι και να γίνει πάντως, η προσπάθειά του πρέπει να επιβραβευθεί, ενώ όλοι αυτοί που έλεγαν τα προηγούμενα χρόνια ότι ο Smith είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της λίγκας και αν δουλέψει θα γίνει παίκτης ολκής, μπορούν πλέον να αισθάνονται δικαιωμένοι.

1) Aaron Brooks (Houston Rockets)

Στην 3η του χρονιά στο ΝΒΑ, ο Brooks έχει εκτινάξει το παιχνίδι του σε άλλο επίπεδο και έχει αναλάβει τα ηνία των Houston Rockets. Πολλοί αμφισβητούσαν την ποιότητά του και αν θα μπορούσε να παρουσιαστεί συνεπής στο ρόλο του βασικού play maker και εκείνος φρόντισε να τους διαψεύσει όλους. Ηγείται της ομάδας του στο σκοράρισμα (χωρίς να υπολογίζεται ο νεοφερμένος Kevin Martin) και είναι πρώτος στο ΝΒΑ σε εύστοχα τρίποντα. Ακόμα και μετά το trade που έφερε τον K-Mart στο Houston, οι αριθμοί του ΑΒ δεν έπεσαν και η συνεργασία τους είναι αγαστή. Θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε του χρόνου τον Brooks (και τους Rockets) όταν θα έχει επιστρέψει και ο Yao και η ομάδα θα έχει έναν παίκτη-βαρόμετρο μέσα στη ρακέτα. Ίσως τότε να είναι πιο καλό και το shot selection του καθώς και ο έλεγχος του ρυθμού της ομάδας, τομείς στους οποίους φέτος παρουσιάζεται ασταθής.


Τιμητική αναφορά: Corey Brewer (Minnesota Timberwolves), Kendrick Perkins (Boston Celtics), Rodney Stuckey (Detroit Pistons), Roy Hibbert (Indiana Pacers), Goran Dragic (Phoenix Suns)

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Λύκοι σε αδιέξοδο



Οι Minnesota Timberwolves είναι από εκείνες τις ομάδες του NBA που τα τελευταία χρόνια βρίσκονται μονίμως στα κατώτερα στρώματα της βαθμολογίας. Η μοναδική πραγματικά μεγάλη στιγμή της σύντομης ιστορίας τους (συμμετέχουν στο NBA από το 1989-90) ήρθε το 2004, όταν και ήταν η καλύτερη ομάδα της Δύσης στη regular season και πάλεψαν σχεδόν στα ίσα στους Western Conference Finals με τους Lakers των Kobe, Shaq, Malone και Payton, πριν αποκλειστούν με το κεφάλι ψηλά. Από τότε, κάθε χρόνο ξεκινούν με μία συγκρατημένη αισιοδοξία αλλά καταλήγουν στη χώρα της "λοταρίας", με τη διαρκή ελπίδα να κερδίσουν μία καλή θέση στο draft ώστε να αποκομίσουν πιθανώς ένα μεγάλο ταλέντο που θα τους βγάλει από το τέλμα και θα τους επαναφέρει στην τροχιά των playoffs.

Έτσι άρχισε και η φετινή σεζόν, με τον general manager David Kahn (που διαδέχτηκε τον μέτριο Kevin McHale) να υϊοθετεί μία αμφιλεγόμενη πρακτική, διαλέγοντας με συνεχόμενα picks (5ο και 6ο) δύο point guards, τους Ricky Rubio και Jonny Flynn. Ειδικά το Rubio φάνηκε να τον θέλει πάρα πολύ, αφού για χάρη του έδωσε τους Mike Miller και Randy Foye, δύο ικανότατους παίκτες και βασικά στελέχη, στους Wizards.

Όλοι απόρησαν με αυτό το "στοκάρισμα" με PG's, το οποίο ο ίδιος υπερασπίστηκε λέγοντας ότι μελλοντικά οι δύο νεαροί "άσοι" θα μπορούσαν να παίξουν ταυτόχρονα στο ίδιο backcourt. Αυτό δεν έπεισε πολλούς, δεδομένου ότι ο Flynn είναι μεν scorer αλλά είναι υπερβολικά κοντός για το "2" (μόλις 1.83 μ.), ενώ ο Rubio είναι πιο ψηλός (1.92 μ.) αλλά καθαρά δημιουργικός παίκτης με προς το παρόν περιορισμένο επιθετικό ρεπερτόριο.

Εξάλλου, ο καινούριος και εκ Lakers ερχόμενος head coach Kurt Rambis είχε γνωστοποιήσει ότι σκόπευε να εφαρμόσει στη Minnesota τη γνωστή τριγωνική επίθεση του μέντορά του Phil Jackson, η οποία προϋποθέτει έναν point guard που είναι ρολίστας (και ως εκ τούτου δε χειρίζεται πολλή ώρα την μπάλα) και "διευκολύνει" το έργο των αστεριών της ομάδας (σκεφτείτε τους Ron Harper και Derek Fisher). Ούτε ο Flynn ούτε ο Rubio ανταποκρίνονταν σε αυτό το πρωτότυπο.

Η πρώτη πραγματική ανησυχία ήρθε όταν ο Rubio δήλωσε ότι δεν "καιγόταν" ιδιαίτερα να παίξει στη Minnesota και παρέθεσε ως αιτίες το κρύο κλίμα και το χαμηλό status της πόλης σε θέματα marketing και αγοραστικού κοινού, σε σχέση π.χ. με τη Νέα Υόρκη. Εν συνεχεία υπέγραψε με τη Barcelona για 2 χρόνια και έτσι ένα ελκυστικό προϊόν που σκόπευαν να προσφέρουν οι T-Wolves στους fans τους πήρε αναβολή, "ψυχραίνοντας" τις ελπίδες των τελευταίων για μία ενδιαφέρουσα χρονιά.

Πάντως η σεζόν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, καθώς στο πρώτο κιόλας παιχνίδι ήρθε μία συναρπαστική νίκη επί των Nets με ένα buzzer beater του Damien Wilkins. Μακάρι κάποιος να μπορούσε να τους προειδοποιήσει ότι είχαν νικήσει τη χειρότερη ομάδα του NBA τα τελευταία 10 χρόνια και ότι θα ακολουθούσε ένα θλιβερό σερί 15 ηττών, που προϊδέαζε ότι και το Μάιο του 2010 οι Wolves θα ασχολούνταν με μπαλάκια λοταρίας, αντί για παιχνίδια playoffs.

Αυτήν τη στιγμή η Minnesota έχει ρεκόρ 14-50 (το 2ο χειρότερο στο NBA και χειρότερο στη Δύση) και σερί 6 ηττών. Η ομάδα έχει τη 2η χειρότερη επίθεση με offensive rating 98.7 και την 4η χειρότερη άμυνα με defensive rating 107.7. Ειδικότερα, έχουν το χειρότερο opponent eFG% με 51.89%, δηλαδή οι αντίπαλοί της είναι οι πιο εύστοχοι στα σουτ σε σχέση με τους αντιπάλους κάθε άλλης ομάδας του NBA.

Ας δούμε τώρα μερικά προβλήματα σε επίπεδο παικτών που εξηγούν την απογοητευτική χρονιά των Wolves:

  • Οι παίκτες ακόμα δεν έχουν εμπεδώσει πλήρως την τριγωνική επίθεση, αφού σε πολλά ματς βλέπουμε επιθέσεις να καθυστερούν να αναπτυχθούν και να τελματώνουν, αποφέροντας νομοτελειακά κακών προϋποθέσεων προσπάθειες.
  • Η παραγωγή και αποτελεσματικότητα του Al Jefferson έχει πέσει αισθητά σε σχέση με πέρσι. Ο ίδιος φαίνεται σε κάθε ματς να μη νιώθει άνετα στην τριγωνική επίθεση και όντως αυτή δεν του έχει επιτρέψει μέχρι τώρα να πετυχαίνει εύκολα καλάθια που να βγαίνουν από ομαδικό παιχνίδι, αφήνοντάς τον συχνά να "παλεύει" αβοήθητος. Αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι φέτος εκτελεί μόλις 4.7 σουτ ανά παιχνίδι κάτω από το καλάθι (από 7.7 πέρσι), ενώ από αυτά που βάζει μόνο το 37.9% προέρχονται από assist (47.6% πέρσι). Επίσης, φέτος εκτελεί 4.3 σουτ ανά παιχνίδι (career high) από απόσταση 3-4.5 μέτρων. Αυτά τα στατιστικά δείχνουν ότι δυσκολεύεται να πάρει καλές θέσεις κοντά στο καλάθι των αντιπάλων και συχνά βρίσκεται καλά κλεισμένος και απομονωμένος στο high post, μην έχοντας πολλές και ποιοτικές επιλογές. Με βάση, λοιπόν, τα νέα δεδομένα στο παιχνίδι των Wolves, ίσως τελικά το trade Granger για Jefferson να μην ήταν κακή ιδέα (ίσα-ίσα, ήταν πολύ καλή ευκαιρία για ουσιαστική και επικερδή ανανέωση).
  • Ο Corey Brewer παρουσιάζεται φέτος αρκετά βελτιωμένος και με αρκετά πιο πολύπλευρο παιχνίδι (ειδικά στην άμυνα), όμως ακόμα εμφανίζεται ασταθής και το σουτ του δεν είναι στα επιθυμητά επίπεδα για βασικό 3άρι του NBA.
  • Ο Flynn είναι εκρηκτικός και με αστείρευτη ενέργεια. Έχει ταχύτατα πόδια και πολύ καλό χειρισμό και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικός στο dribble penetration, έχοντας ποσοστό 53.8% στις προσπάθειες κάτω και γύρω από το καλάθι με μόλις 22.5% των εύστοχων από αυτές να προέρχονται από assist, κάτι που δείχνει την έφεσή του στα 1-on-1 drives. Αυτό που του λείπει είναι η ωριμότητα στο half-court παιχνίδι και το court vision και αυτό έχει στοιχίσει στη Minnesota σε αρκετούς αγώνες φέτος. Του χρόνου λογικά θα παρουσιαστεί βελτιωμένος, δεχόμενος πίεση και από τις συγκρίσεις με τους άλλους ταλαντούχους PG's του 2009 draft (Evans, Jennings, Collison, Curry).
  • Ο Kevin Love συνεχίζει να παίζει λιγότερα λεπτά απ' όσα αξίζει. Το παιχνίδι του συνεχώς βελτιώνεται και παραμένει ένας από τους πιο υποτιμημένους νεαρούς παίκτες του NBA. Ο ύψους 2.08 μ. PF/C από το UCLA είναι ένας εκπληκτικός rebounder. Αρκεί να αναφέρουμε ότι είναι ο μόνος με ύψος κάτω από 2.11 μ. στην 1η εξάδα του NBA στο rebound% για όσους παίζουν 25+ λεπτά ανά ματς, με τους άλλους 5 να είναι οι Camby, Dalembert, Howard, Noah και Duncan. Παρόλα αυτά, ο Rambis επιμένει σε μερικά ματς, όπως το χθεσινό με τους Mavericks, να χρησιμοποιεί περισσότερα λεπτά τους Hollins και Milicic (που ήρθε και κερδίζει συστηματικά λεπτά συμμετοχής από το πουθενά πραγματικά) από τον K-Love.
  • Ο Ramon Sessions (άλλος ένας PG) έχει μείνει σχετικά στάσιμος, εν μέρει επειδή δε δείχνει να μπορεί να παίξει αποτελεσματικά στο στιλ που θέλει ο Rambis. Ήδη ακούγονται φήμες για αποχώρησή του από το ερχόμενο καλοκαίρι κιόλας (με πιθανό προορισμό τους run-n-gun Knicks), παρότι οι T-Wolves για να τον αποκτήσουν του έδωσαν $16 εκ. για 4 χρόνια!

Οι Wolves, λοιπόν, αναβάλλουν κατά τα φαινόμενα την "επανάκαμψη" και την επιστροφή τους (λέμε τώρα) στην ελίτ τουλάχιστον για του χρόνου. Το ενδιαφέρον τους για φέτος έχει ήδη στραφεί στο lottery, με το μεγάλο ερώτημα να είναι το εξής: Αν τους χαμογελάσει η τύχη και αποκτήσουν το νο.1 pick, θα πάρουν τη μεγάλη απόφαση διαλέξουν τον 4ο point guard μέσα σε 1 χρόνο, τον υπερταλαντούχο John Wall;

Αν η απάντηση σε αυτό είναι θετική (αν δηλαδή παίξουν στην ίδια ομάδα Wall και Rubio), θα έχουμε να κάνουμε με το θεαματικότερο ντουέτο από playmakers στην ιστορία του μπάσκετ! Αυτή η σκέψη  και μόνο νομίζω είναι ικανή να απαλύνει, έστω και για λίγο, τον πόνο των φίλων των T-Wolves.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Run-N-Gun Euroleague All-Decade Tournament


Θέλαμε να συνδυάσουμε δύο μεγάλα μπασκετικά γεγονότα: το επερχόμενο και πάντα συναρπαστικό NCAA Tournament και την επίσημη ψηφοφορία για την All-Decade Euroleague Team, που "τρέχει" εδώ και κάμποσο καιρό. Έτσι λοιπόν δημιουργήσαμε το RnG Euroleague All-Decade Tournament!

Όπως θα καταλάβετε και από το παρακάτω διάγραμμα του εικονικού αυτού τουρνουά, πήραμε τους 50 παίκτες που έχει προκρίνει η επίσημη Euroleague και μέσω κλήρωσης βγάλαμε ζευγάρια. Για κάθε 1-on-1 "σύγκρουση" ένας συντελεστής (τυχαίος κάθε φορά) του RnG θα παρουσιάζει τους 2 παίκτες και θα κρίνει το νικητή (σε μερικά matchups μπορεί να γράφει ο 1ος συντελεστής για τον έναν παίκτη και ο 2ος για τον άλλο, για να έχουμε και πιο ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση γνωμών!). Σημειώνουμε ότι οι συγκρίσεις και οι αντιπαραθέσεις δε δύνανται να έχουν απόλυτο χαρακτήρα (εφόσον η Euroleague δεν κατηγοριοποίησε ανά θέση τους παίκτες) και γίνονται περισσότερο για ψυχαγωγικούς σκοπούς και για να αποτιμήσουμε την επίδραση και το τι μας "άφησαν" ουσιαστικά αυτοί οι παίκτες-θρύλοι.

Αυτό το post θα ανανεώνεται κάθε φορά που θα γίνεται μία σύγκριση και θα "προχωρά" το τουρνουά, οπότε καλά θα κάνετε να το επισκέπτεστε συχνότατα! Το link του post θα τοποθετηθεί στη sidebar για εύκολη και γρήγορη πρόσβαση.

UPDATE: Σε κάθε matchup θα προστίθεται poll, έτσι ώστε να σας δίνεται και η ευκαιρία να κάνετε τη δική σας επιλογή και να μπορούμε έτσι να συγκρίνουμε τη δική μας οπτική με τη δική σας!

Ελπίζουμε να σας αρέσει η όλη ιδέα και η υλοποίησή της!

(Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για να τη δείτε στην πλήρη ανάλυσή της.)


-----------------------------------------------------------------------

1ος Γύρος

----------------------------------

L. Bullock vs. P. Prigioni

Bullock: Εξαιρετικός σουτέρ με πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο του scorer, ο Bullock είναι εδώ και μία 8ετία ένας από τους επιθετικούς ηγέτες σημαντικών ισπανικών ομάδων (Malaga και Real). Μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση και με οποιοδήποτε τρόπο (στατικός ή από ντρίμπλα). Με την μπάλα στα χέρια έχει την ευχέρια να κατευθυνθεί οπουδήποτε στο παρκέ, λόγω του πολύ καλού χειρισμού που διαθέτει. "Γεμίζει" εδώ και χρόνια με πόντους τα ισπανικά και ευρωπαϊκά καλάθια, με το μικρό ύψος και μέγεθός του να αποδεικνύονται, αντί για εμπόδιο, προτέρημα (λόγω της ευελιξίας και της ευκινησίας) στη σταδιοδρομία του ως shooting guard. Αμυντικά είναι ελαφρά ζημιογόνος, εφόσον προκαλεί συχνότατα mis-matches με ψηλούς αντίπαλους SG's.

Prigioni: Ένας (όσο κλισέ και αν ακούγεται) playmaker-computer, ένας floor general, που μπορεί να καθοδηγήσει με μαεστρία την επίθεση οποιασδήποτε ομάδας και ανά πάσα στιγμή οι πιθανότητες "λένε" ότι θα κάνει τη σωστή επιλογή για την ομάδα του στο παρκέ. Ιδιαίτερα αξιόπιστος σουτέρ, άριστος πασέρ, ικανότατος αμυντικός. Βρίσκεται εδώ και μία δεκαετία στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, ωθώντας (μέσω της επιτυχίας της θητείας του στην Tau) τον Messina να του αναθέσει, σε ηλικία, 35 χρονών τη θέση του βασικού PG της ιδιαίτερα φιλόδοξης φετινής Real.

Σύγκριση: Αμερικανοί "δυάρια"-scorers σαν τον Bullock υπάρχουν αρκετοί και στην Ευρώπη και στο NBA, όμως point guards με την ψυχραιμία, την "οικονομία", την επαγγελματικότητα και την οξυδέρκεια του Prigioni είναι δυσεύρετοι όχι μόνο στο ευρωπαϊκό, αλλά και το παγκόσμιο επίπεδο.

Νικητής: Prigioni

(by Β.Α.)


----------------------------------

T. Beard vs. Α. Φώτσης

Beard: Ένας πολύ δυνατός power-forward center, ο Tanoka μάζευε με χαρακτηριστική άνεση rebounds στα χρόνια της ακμής του με τη Zalgiris. Πολύ αποτελεσματικός inside scorer, εκμεταλλευόταν άριστα τον πολύ δυνατό κορμό του για να κερδίζει τις μάχες κάτω από τα καλάθια. Ήταν ο ηγέτης μίας καρπερής εποχής της Zalgiris κατά την οποία βρέθηκαν μία ανάσα (ή αλλιώς ένα μεγάλο τρίποντο του Sharp) από το Final 4 του 2004.

Φώτσης: Όσα ομαδικά επιτεύγματα και αν έχει συγκεντρώσει στην καριέρα του (εγχώρια πρωταθλήματα, Euroleague, διακρίσεις με την Εθνική ομάδα), ο Φώτσης θα παραμείνει για πάντα ένα μεγάλο "αν". Δεδομένων των προσόντων που επιδείκνυε σε νεαρή ηλικία, οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί ήταν τεράστιες, καθώς επρόκειτο για έναν αθλητικότατο forward, ικανότατο στα rebounds και στο περιφερειακό σουτ. Με άλλα λόγια, διέθετε την απαραίτητη "πρώτη ύλη" σε αφθονία και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει τρόπο να την κατεργαστεί ώστε να προκύψει κάτι πραγματικά σπουδαίο (κάτι στο επίπεδο του Ginobili, ας πούμε). Αυτό δεν έγινε ποτέ, όμως αν κοιτάξουμε την Euroleague πορεία του Φώτση σε Παναθηναϊκό, Real Madrid και Dynamo Moscow θα δούμε ότι αγωνίστηκε με σταθερή σχετικά επιτυχία στην ευρωπαϊκή ελίτ για 4 συνολικά χρόνια, άσχετα αν πλέον έχει μετεξελιχθεί λίγο-πολύ σε έναν πολύτιμο ρολίστα.

Σύγκριση: Δύσκολη η επιλογή, όμως θα προτιμήσουμε τον Beard, με το σκεπτικό ότι έχει στο παλμαρέ του περισσότερες "δυνατές" Euroleague seasons από το Φώτση.

Νικητής: Beard

(by Β.Α.)


----------------------------------

R. Siskauskas vs. I. Kutluay

Siskauskas: Αντιγράφω από παλαιότερο άρθρο: "Προσωπικά, σε πολλά σημεία μου θυμίζει τον Bodiroga. Είναι αργός, με πολύ χαμηλό άλμα, όχι πολύ δυνατός, αλλά είναι σκανδαλωδώς αποτελεσματικός. Έχει πολύ μεγάλο basketball IQ, μπορεί να διακρίνει εύκολα ένα καλών από ένα κακών προϋποθέσεων σουτ και μπορεί να διαβάσει στιγμιαία τη συμπεριφορά της άμυνας και να πράξει αναλόγως. Έχει άριστο ball-handling για το ύψος του και φαρμακερό σουτ. Παίζει πάντα σκληρά και μαχητικά και φέρνει εις πέρας οποιαδήποτε οδηγία του αναθέσει ο προπονητής του, χωρίς (συνήθως) να εκβιάζει προσπάθειες και να δίνει την εντύπωση ότι παίζει για τον εαυτό του. Έχει πολύ καλή πάσα, ενώ στην άμυνα έχει τις περισσότερες φορές σωστές αντιδράσεις. Στην προσωπική άμυνα όμως χάνει πολλούς πόντους, ειδικά απέναντι σε ψηλότερους και αθλητικότερους forwards ή guards." Σε αυτά πρσθέστε και το ότι είναι παίκτης για τις μεγάλες στιγμές και γεννημένος νικητής. Σε αναλογικά μικρή Euroleague καριέρα έχει αποκομίσει πολλές ομαδικές και ατομικές διακρίσεις.

Kutluay: Όταν σκεφτόμαστε αυτόν τον παίκτη ένα πράγμα μας έρχεται στο μυαλό: το περιφερειακό του σουτ. Αυτό τελειοποίησε και σε αυτό βασίστηκε για να κάνει καριέρα, έχοντας πολύ καλή κίνηση μακριά από την μπάλα, που του επέτρεπε να ελευθερώνεται εύκολα για ένα καλών προϋποθέσεων τρίποντο. Επιπροσθέτως, μπορούσε να εκτελέσει και μετά από ντρίμπλα σε 1-on-1 καταστάσεις εκμεταλλευόμενος την ταχύτητά του, ενώ υπό τον Obradovic είχε γίνει και αξιόπιστος αμυντικός. Συνέχισε να βάζει αρκετούς πόντους και στα τελευταία του χρόνια με την Ulker. Κορυφαία του στιγμή η συμβολή του στην επική ανατροπή του ΠαναθηναΙκού στην Μπολόνια το 2002.

Σύγκριση: Περισσότερα χρόνια ο Kutluay στην Euroleague, αλλά μεγαλύτερες επιτυχίες και γενικότερα μεγαλύτερη επίδραση στο παρκέ ο Siskauskas.

Νικητής: Siskauskas

(by Β.Α.)


----------------------------------

Μ. Κακιούζης vs. T. McIntyre

Κακιούζης: Ιδιαίτερα έξυπνος παίκτης, ήξερε να βάζει σωστά το σώμα του κοντά στο καλάθι έτσι ώστε να ισοσκελίζει την απουσία αθλητικών προσόντων και δυνατού κορμιού. Ευέλικτο "4άρι", πολύ γρήγορος στα lay-ins κοντά στο καλάθι, ενώ κινούταν με ευκολία και έξω από τα 6.25 μ., απ' όπου τιμωρούσε σταθερά τους βαρείς PF's που δεν προλάβαιναν να τον ακολουθήσουν. Η άμυνα και τα rebounds δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Παρόλα αυτά, έπαιξε επί 9 συνεχόμενα χρόνια σε υψηλότατο ευρωπαϊκό επίπεδο και σε σημαντικές ομάδες. Στην αρχή της καριέρας του ήταν "αστέρι" και σκόρερ στην ΑΕΚ, ενώ αργότερα μετατράπηκε σε πολύτιμο ρολίστα στις Siena και Barcelona, καταφέρνοντας να μένει συνεχώς στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

McIntyre: Εκρηκτικός point guard, με εκπληκτική (επιπέδου streetball) επιδεξιότητα και ταχύτητα στην ντρίμπλα. Αποτελεσματικότατος στο 1-on-1, μπορεί με την ίδια ευχέρεια να επιχειρήσει ταχύτατο drive ή να κάνει το stepback και να εκτελέσει τρίποντο. Συχνά παρασύρεται από το ρυθμό του παιχνιδιού και υποπίπτει σε λάθη και βεβιασμένες προσπάθειες και επιχειρεί τραβηγμένα σουτ, όμως οι στιγμές "διαύγειάς" του αρκούν για να "γείρουν" οποιοδήποτε παιχνίδι υπέρ της ομάδας του.

Σύγκριση: Ο McIntyre έχει ανεβάσει πολλά επίπεδα τη Siena, όμως έχει αγωνιστεί μόλις 2 πλήρεις σεζόν στην Euroleague, ενώ ο Κακιούζης έχει να επιδείξει μία λιγότερο εκρηκτική αλλά πολύ μακρύτερη καριέρα στη διοργάνωση.

Νικητής: Κακιούζης

(by Β.Α.)


----------------------------------

A. Nocioni vs. A. Sabonis

Nocioni: Πριν εγκατασταθεί μόνιμα στο NBA, ο SF/PF Andres είχε ολοκληρώσει μία σχετικά σύντομη αλλά παραγωγική καριέρα στην Euroleague με την Tau. Προτερήματά του αποτελούσαν το δολοφονικό του περιφερειακό σουτ, η ευελιξία του (που του επέτρεπε να βάζει με άνεση την μπάλα στο παρκέ) και το χαρακτηριστικό πάθος και η σκληράδα που επεδείκνυε σε κάθε παιχνίδι, βουτώντας για διεκδικούμενες μπάλες και παίζοντας δυνατή και σκληρή άμυνα. Με λίγα λόγια, ήταν με άνεση μεταξύ των καλύτερων forwards στην Ευρώπη και μικρή αμφιβολία υπάρχει για το ότι θα ήταν μέχρι και σήμερα στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αν δε μετέβαινε στο NBA.

Sabonis: Όλοι ξέρουμε τι κλάσης παίκτης υπήρξε ο μεγάλος Arvydas. Ένας από τους πιο ταλαντούχους ψηλούς που εμφανίστηκαν ποτέ στο παγκόσμιο μπάσκετ, χάριζε όμορφες φάσεις επί 20+ χρόνια καριέρας σε Ευρώπη και NBA με την φοβερή του αίσθηση για το άθλημα, το απαράμιλλο post παιχνίδι του και τις ιδιοφυείς του πάσες. Γύρισε σε ηλικία 38 ετών για μία τελευταία "χαλαρή" χρονιά με τη Zalgiris και βγήκε MVP της regular season και του Top 16 της Euroleague. Αυτό βέβαια δεν είναι και τόσο κολακευτικό για το επίπεδο των άλλων παικτών στη διοργάνωση, όμως το γεγονός παραμένει ότι ο "Sabas" στα τελειώματά του έκανε "πλάκα" ουσιαστικά με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.

Σύγκριση: Όσο σαρωτικός και αν ήταν ο Sabonis στη μοναδική του χρονιά στην Euroleague, το βρίσκω λίγο άτοπο να του δώσω το πλεονέκτημα έναντι του Nocioni, που αγωνίστηκε για 3 σεζόν στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό "σκαλί" με την Tau και άφησε το στίγμα του και τις 3, σε μία από τις top ομάδες της διοργάνωσης.

Νικητής: Nocioni

(by Β.Α.)


----------------------------------

D. Andersen vs. M. Jaric

Andersen: Ένας από τους πιο επιτυχημένους ψηλούς στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός ότι έχει πάει σε 7 Final Fours με 4 διαφορετικές ομάδες (επίδοση-ρεκόρ) δείχνει την κλάση του. Πρόκειται για έναν παίκτη με προσωπικότητα, που μπορεί να απειλήσει σημαντικά από την περιφέρεια αλλά και με post moves. Οι 3 τίτλοι του και ο πρωτεύων ρόλος που είχε σε όλες τις ομάδες του, τον κατατάσσουν στους κορυφαίους.

Jaric: Μπορεί να αγωνίστηκε μόλις 2 χρόνια στην Euroleague, όμως με την all-around παρουσία του στην Kinder Bologna του Messina άφησε το στίγμα του. Ικανότατος guard που λόγω ύψους (2.01m) μπορούσε να καλύψει αρκετές θέσεις, γεγονός που τον έκανε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Το court vision και το shot selection του ήταν εξαιρετικά, όπως άλλωστε και η συμβολή του σε διάφορους τομείς του παιχνιδιού και η οξυδέρκειά του στην άμυνα. Συνέχισε την καριέρα του (όχι και τόσο πετυχημένα) στο ΝΒΑ και επέστρεψε πρόσφατα στη Real ελπίζοντας να αναβιώσει τις στιγμές που έζησε στην Ιταλία, όπου ανακηρύχθηκε και πρωταθλητής Ευρώπης το 2001.

Σύγκριση: Είναι βέβαιο ότι αν ο Jaric είχε μείνει περισσότερο στην Ευρώπη, θα θεωρούταν τώρα ένας από τους καλύτερους παίκτες την τελευταία δεκαετία, καθώς η εξέλιξή του προμηνυόταν εκρηκτική. Οι επιδόσεις και οι διακρίσεις του Andersen στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο, είναι καταλυτικές.

Νικητής: Andersen

(by Μ.Π.)


----------------------------------

M. Smodis vs. J. Garbajosa

Smodis: Ο Σλοβένος ήταν ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους forwards για τη δεκαετία που πέρασε. Η λέξη που τον χαρακτηρίζει απόλυτα είναι μία: ευελιξία. Όσο περνούσαν τα χρόνια και όσο περισσότερες συμμετοχές και διακρίσεις μάζευε στην Euroleague, τόσο περισσότερα στοιχεία προσέθετε στο inside και outside παιχνίδι του, φτάνοντας να αποτελεί την "κολώνα" μίας ομάδας όπως η CSKA του Messina. Στην Kinder Bologna είχε πρωτοεμφανιστεί ως ελαφρύ "τριαροτεσσάρι", ενώ στη συνέχεια αύξησε τον όγκο και τη μυϊκή του δύναμη και μετέφερε το παιχνίδι του πιο κοντά στο καλάθι, παίζοντας συχνότατα με πλάτη και εξελίσσοντας το post ρεπερτόριό του, διατηρώντας όμως πάντα το περιφερειακό σουτ στο "οπλοστάσιό" του. Εκπληκτικό το γεγονός ότι έχει συμμετάσχει σε 7 τελικούς Euroleague σε 9 χρόνια (!), έχοντας σχεδόν σε όλες τις σεζόν του πάνω από 10 πόντους μέσο όρο. Η καριέρα του ενδέχεται να τελειώσει πρόωρα και άδοξα, δεδομένων των σοβαρότατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει τον τελευταίο χρόνο με τη μέση του.

Garbajosa: Άλλος ένας ευέλικτος power forward, ο "Garbo" (όπως τον αποκαλούσαν στο Toronto) επέστρεψε φέτος στην Euroleague με τη Real. Κλασικό ευρωπαϊκό "περιφερειακό" 4άρι, που βασίζεται στο face-up παιχνίδι και είναι συχνότατα τελικός αποδέκτης της μπάλας στα plays των προπονητών του, μιας και το σουτ του από το τρίποντο είναι αλάνθαστο και οι αντίπαλοι ψηλοί ανέκαθεν δυσκολεύονταν να τον ακολουθήσουν μέχρι εκεί. Διακρίνεται για την ταχύτητα της εκτέλεσής του και αρέσκεται να περιμένει στη weak side τις πάσες των συμπαικτών του, ανοίγοντας χώρους για να "δράσει" ο έτερος ψηλός της ομάδας ή για drives των guards. Στην άμυνα ποτέ δεν τον βοήθησε η σχετική έλλειψη αθλητικότητας και εκρηκτικότητας, όμως μέσα από το ομαδικό παιχνίδι έχει συνήθως σωστές αντιδράσεις.

Σύγκριση: Ίσως αν ο Garbajosa δεν είχε επιλέξει το μικρό "διάλειμμα" στο NBA τα δεδομένα της αντιπαράθεσης να ήταν διαφορετικά, όμως με μια συνολική ματιά η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του Smodis, κυρίως λόγω ποσότητας πεπραγμένων. Παρόλα αυτά, το μέλλον αυτή τη στιγμή παρουσιάζεται πιο ευοίωνο για τον Ισπανό...

Νικητής: Smodis

(by Β.Α.)


----------------------------------

S. Becirovic vs. J. Blair

Becirovic: Η Euroleague καριέρα του Sani πέρασε από πολλά στάδια. Ξεκίνησε ως εκπληκτικά ταλαντούχος σκόρερ με κλασική σερβική "ταυτότητα" στην Olimpija και ενώ όλα έδειχναν ότι σύντομα η Ευρώπη θα του υποκλινόταν, ένας σοβαρότατος τραυματισμός τον ανάγκασε να κάνει βήματα πίσω. Παρόλα αυτά επανορθοπόδησε στην Climamio Bologna και μετά στον Παναθηναϊκό, όπου ήταν σημαντική μονάδα και είχε πολύπλευρη προσφορά τη χρονιά του triple crown. Πέρσι και φέτος ήταν ο all-around ηγέτης της Roma και της Olimpija αντίστοιχα και παρακολουθώντας τον βλέπαμε συνεχώς μεγάλη βελτίωση και νέα στοιχεία στο παιχνίδι του. Άλλη μία πολύ καλή χρονιά ίσως τον ξαναφέρει σε μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα.

Blair: Ο Αμερικανός center ήταν ένας θεαματικός αλλά και παραγωγικός ψηλός. Το δυνατό παιχνίδι και η φοβερή του αίσθηση για το rebound τον βοήθησαν να γίνει πολύτιμο εργαλείο και στατιστικό "διαμάντι" για 4 ομάδες στην καριέρα του στην Euroleague. Στην επίθεση ήταν πολύ αποτελεσματικός γύρω από το καλάθι παίρνοντας "καλά" σουτ, τα οποία προέρχονταν συχνά από επιθετικά rebounds. Διέθετε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν "γρήγορα χέρια" (quick hands), έχοντας την ευχέρεια να πιάνει εύκολα τις πάσες των συμπαικτών του, αλλά και να μεταβάλλει την πορεία πολλών αντίπαλων πασών στην άμυνα, συγκεντρώνοντας τον πολύ καλό για ψηλό μέσο όρο των 1.43 κλεψιμάτων ανά παιχνίδι. Μειονέκτημα στο βιογραφικό του το ότι δεν κατάφερε να οδηγήσει κάποια από τις ομάδες του σε μία σημαντική διάκριση.

Σύγκριση: Δύσκολο το να βγάλει κανείς ασφαλές συμπέρασμα και νικητή, όμως θα δώσουμε την πρόκριση στον Becirovic λόγω της μεγαλύτερης διάρκειάς του και του πιο ουσιαστικού παιχνιδιού του (αν και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είχε καλύτερους συμπαίκτες), έναντι των κατά ένα ποσοστό "κενών" στατιστικών του Blair.

Νικητής: Becirovic

(by Β.Α.)


----------------------------------

E. Lorbek vs. T. Langdon

Lorbek: Αντιγράφω από εδώ: "Ο Σλοβένος έχει αδιαμφισβήτητα την καλύτερη γνώση των βασικών μεταξύ όλων των εν Ευρώπη ψηλών. Μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση και από οποιαδήποτε στάση του σώματος (με πρόσωπο ή με πλάτη). Δουλεύει με φοβερά μεθοδικό τρόπο στο low και high post, όπου τα up-n-unders του με τις διαδοχικές προσποιήσεις προσφέρουν κάθε φορά οπτικό υλικό στα σεμινάρια για ψηλούς παίκτες. Έχει μάθει με το σωστότερο τρόπο το άθλημα και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον τρόπο που αγωνίζεται. Είναι αξιόπιστος στα rebounds, αλλά όχι τόσο φερέγγυος στην άμυνα. Αυτό που κυρίως του λείπει είναι δύναμη, αθλητικότητα και εκρηκτικότητα."

Langdon: Ο "δολοφόνος από την Alaska" έχει βρει εδώ και 5 χρόνια το ρόλο του στην CSKA και ό,τι του ζητείται το κάνει καλά. Αποτελεί έναν περιφερειακό σουτέρ πρώτης γραμμής, με πολύ γρήγορο shot release και τη φοβερή ικανότητα να εκτελεί αμέσως αφού δεχτεί την πάσα μετά από screen. Συνήθως δεν εκβιάζει προσπάθειες και προτιμά να παίρνει πολύ καλών προϋποθέσεων σουτ μέσα από συστήματα, κάτι που μαρτυρούν και τα άριστα ποσοστά του. Επιπροσθέτως, τα γρήγορα πόδια του και η θήτευση υπό το Messina τον έχουν βοηθήσει να γίνει ένας ικανός αμυντικός.

Σύγκριση: Ο Lorbek, παρότι αποδεδειγμένα υπερταλαντούχος, βρίσκεται στην ελίτ των Ευρωπαίων ψηλών μόνο τα τελευταία 2-3 χρόνια. Από την άλλη, ο Langdon "φορτώνει" σταθερά με πόντους από το 2002 τα καλάθια της Euroleague, ενώ έχει στο παλμαρέ του 2 τίτλους της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, καθώς και ένα Final 4 MVP βραβείο το 2008 (όταν και είχε στον τελικό 21 πόντους, 7 rebounds και 4/5 τρίποντα).

Νικητής: Langdon

(by Β.Α.)


----------------------------------

M. Baston vs. L. Scola

Baston: Τα εκπληκτικά (για την Ευρώπη) αθλητικά προσόντα τού προσέδιδαν στις 3 σεζόν που αγωνίστηκε στην Euroleague ένα μεγάλο αβαντάζ έναντι των αντίπαλων ψηλών. Κύρια ανάμνηση από αυτόν έχουμε τα μανιώδη καρφώματά του, τα οποία κατά μεγάλο ποσοστό προέρχονταν από alley-oops του Jasikevicius. Στον ημιτελικό του 2005 είχε κάνει τεράστια ζημιά στον Παναθηναϊκό όχι μόνο με την κυριαρχία του στη ρακέτα (6/6 δίποντα) αλλά και με τα rebounds και κοψίματά του. Η ικανότητά του ως blocker φαίνεται από το ότι και στις 3 χρονιές του ξεπέρασε το μέσο όρο της μίας τάπας ανά παιχνίδι.

Scola: Ξανά από εδώ: "Ο Scola αποδεικνύει ότι συχνότατα το αυξημένο μπασκετικό IQ, η άριστη γνώση των "βασικών" και η "6η αίσθηση" για το άθλημα μπορούν να αντισταθμίσουν, ου μην και να υπερκεράσουν το μειονέκτημα της έλλειψης εντυπωσιακών αθλητικών προσόντων και εκρηκτικότητας. Ο ορισμός του μεθοδικού παίκτη, ο Αργεντινός βάζει άψογα το σώμα του κοντά στη ρακέτα και γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς είναι το καλάθι, έχοντας εκπληκτική αίσθηση του χώρου. Κυρίως όμως διαθέτει ένα ευρύ οπλοστάσιο από jump hooks και γενικότερα low-post spins, προσποιήσεις και σουτ, στα οποία πάντα προσδίδει ένα "απαλό" άγγιγμα που τον ευνοεί στις αναπηδήσεις. Εξάλλου, διαθέτει αποτελεσματικό και γρήγορο midrange jumpshot, ενώ και στα rebounds έχει τρομερή έφεση. Η άμυνά του βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο". Δε "μοιράζει" πολλές τάπες, αλλά βασίζεται στην καλή αντίληψη του χώρου και τη σωστή χρήση του σώματος για να αντιμετωπίσει κάθε αντίπαλο ψηλό.

Σύγκριση: Μπορεί ο Baston να κατέκτησε 2 τίτλους σε 3 χρόνια, όμως ο Scola έχει να επιδείξει πιο μακρά καριέρα, καθώς και πρωτοφανή σταθερότητα και εξαιρετική απόδοση καθόλη τη διάρκεια αυτής. Τα ατομικά του επιτεύγματα αφαιρούν σημασία από το ότι δεν κατάφερε να κατακτήσει το τρόπαιο, παρότι έφτασε σε ημιτελικό ή τελικό 4 συνολικά φορές.

Νικητής: Scola

(by Β.Α.)


----------------------------------

D. Marconato vs. J. Lakovic

Marconato: Ο βετεράνος Ιταλός center είχε (και συνεχίζει να έχει, σε αρκετά μικρότερο βέβαια βαθμό) ισχυρή παρουσία κάτω από τα ευρωπαϊκά καλάθια από την αρχή της δεκαετίας με όποια ομάδα και αν έπαιξε. Τα σημαντικά του ατού ήταν φυσικά το φοβερό του timing στα κοψίματα και η έφεσή του στο να μαζεύει rebounds. Επιπροσθέτως, μπορεί σε απόλυτους αριθμούς να μην αποτελούσε ποτέ έναν μεγάλο σκόρερ, όμως τα σταθερά καλά του ποσοστά στα σουτ αποδεικνύουν ότι στην επίθεση έπαιζε πολύ "οικονομικά", παίρνοντας μόνο high-percentage shots από επιθετικά rebounds και γενικότερα σουτ γύρω από το καλάθι (τα λεγόμενα "garbage buckets"). Έξυπνος ψηλός, όχι τόσο αθλητικός ή γρήγορος, αλλά παρόλα αυτά ιδανικός για το ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Lakovic: Από την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση (38 πόντοι εναντίον της Real ως παίκτης της KRKA Novo Mesto) είχε δείξει ότι διέθετε δολοφονικό σουτ και ανεπτυγμένο ένστικτο σκόρερ. Από τους παίκτες που απαγορεύεται να βρεθούν μόνοι τους και με χρονική άνεση έξω από τη γραμμή του τριπόντου. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν με διάθεση υπερβολής "streaky" (ότι δηλαδή πρέπει να βρεθεί απαραίτητα σε καλή μέρα για να σε "σκοτώσει") και απόντα από τα μεγάλα παιχνίδια, η αλήθεια όμως είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να παίξεις χαλαρή προσωπική άμυνα στο Σλοβένο, όπως αποδείχθηκε και στο πρόσφατο παιχνίδι της Barcelona στο ΟΑΚΑ εναντίον του ΠΑΟ. "Signature" κίνησή του το γρήγορο jump-stop πίσω από τη γραμμή του τριπόντου για γρήγορη δημιουργία χρόνου και χώρου για την εξαπόλυση του σουτ.

Σύγκριση: Και οι δύο έχουν διάγει σταδιοδρομίες με διάρκεια στην Euroleague και έχουν διατελέσει βασικά "γρανάζια" μεγάλων και σημαντικών ομάδων. Θα προκρίνω, τελικά, το Lakovic λόγω του συνολικά μεγαλύτερου impact που είχε στις επιτυχίες των ομάδων στις οποίες αγωνίστηκε.

Νικητής: Lakovic

(by Β.Α.)


----------------------------------

Φ. Αλβέρτης vs. N. Pekovic

Αλβέρτης: Ο "Φράγκι" υπήρξε ένας forward που κινούταν κατά βάσει στην περιφέρεια, ένας ελάχιστα αθλητικός παίκτης που συνήθως απέφευγε τις μάχες της ρακέτας. Απέδιδε όμως τα μέγιστα στον τομέα του σουτ (ειδικά του τριπόντου), όντας αλάνθαστος όταν σηκωνόταν από μακριά αφού είχε δεχτεί μία καλή πάσα. Επίσης μπορούσε να ποστάρει με ευχέρεια κοντύτερα 3άρια και να ευστοχήσει με fadeaway, σουτάροντας από πάνω τους. Σε αυτό τον βοηθούσε το ιδανικό shooting form που χρησιμοποιούσε, το οποίο πολύ δύσκολα κοβόταν. Τα πρώτα χρόνια των 00's κατάφερνε να τα βγάζει πέρα με σχετική άνεση, όμως σιγά σιγά θα λέγαμε ότι το μπάσκετ (που γινόταν όλο και πιο γρήγορο και αθλητικό) τον "ξεπέρασε".

Pekovic: Ο Σέρβος center έχει καταφέρει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμους ψηλούς της Ευρώπης. Η φοβερή δύναμή του τού δίνει συνήθως το πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του, επιτρέποντάς του να παίρνει πολύ καλή θέση κάτω από το καλάθι ή στο low post. Όταν δεχτεί την πάσα οι πιθανότητες λένε ότι ή θα τελειώσει τη φάση ή θα πάρει foul, ή και τα δύο. Δε διαθέτει ακόμα μεγάλο ρεπερτόριο κινήσεων, όμως θα έλεγα ότι δεν το έχει χρειαστεί ακόμη στην Ευρώπη, αφού από τώρα κυριαρχεί. Τα περιθώρια βελτίωσης βέβαια είναι ακόμα μεγάλα, ιδίως στα rebounds και στην post defense, όπου χαρακτηρίζεται ασταθέστατος.

Σύγκριση: Ο Pekovic είναι πλέον φόβητρο κάτω από τα ευρωπαϊκά καλάθια, όμως ουσιαστικά έχει, μαζί με τη φετινή, μόλις 3 σεζόν στο πρώτο "σκαλί" της Euroleague. Ο Αλβέρτης παίρνει την πρόκριση λόγω της χρονικά μεγαλύτερης καριέρας του (ιδίως αν συμπεριλάβουμε και την Suproleague 2000-01), καθώς και του γεγονότος ότι ήταν χρησιμότατος για αρκετά χρόνια σε μία ομάδα που πάντα διέθετε πληθώρα αστέρων.

Νικητής: Αλβέρτης

(by Β.Α.)


----------------------------------

A. Macijauskas vs. G. Basile

Macijauskas: Ο "Μάτσε" μπορεί να μας "έδωσε" μόλις 3 γεμάτες σεζόν στην Euroleague, όμως πρόλαβε σε αυτές να μας δείξει πόσο κυρίαρχος μπορεί να γίνει ένας αυθεντικός και "φυσικός" σκόρερ. Η ταχύτητά του στην εκτέλεση μετά από ντρίμπλα και off-a-screen ήταν απαράμιλλη και καθιστούσε την αντιμετώπισή του πολύ δύσκολη αποστολή ακόμα και για τους καλύτερους αμυντικούς. Το περιφερειακό του σουτ ήταν αλάνθαστο, όπως και το σημάδι του από τη γραμμή των βολών. Η ευελιξία και η μικρή του σωματοδομή τον βοηθούσε και στα drives, στην άμυνα όμως συχνά τον εξέθετε. Το αποτυχημένο πέρασμά του από το NBA τον "έριξε" πολύ ψυχολογικά και ακολούθως οι πολλαπλοί τραυματισμοί κατέστρεψαν την καριέρα του. Χαρακτηριστικό είναι ότι έπαιξε συνολικά 14 μόλις ματς στην Euroleague με τον Ολυμπιακό, ενώ είχε υπογράψει για 4 χρόνια το καλοκαίρι του 2006.

Basile: Ένας παίκτης που συνεχίζει να "κατηγορείται" όσο λίγοι, ο Basile απαντά στους επικριτές του μέσω των αριθμών του. Έχει αγωνιστεί και στις 10 σεζόν της Euroleague στα 00's, επιδεικνύοντας μία σταθερά πολύ καλή παραγωγή. Αυτό που δεν είναι σταθερό είναι το ποσοστό του στα τρίποντα, ακριβώς επειδή είναι ένας shooting guard "υψηλού κινδύνου" και μεγάλων ρίσκων. Τείνει να παίρνει πολλά δύσκολα σουτ, πολλές φορές πέρα από κάθε λογική, όμως ανατίρρητα διαθέτει αυτό που αποκαλούμε ένστικτο "killer", που μπορεί με 1-2 τρίποντα να τελειώσει ένα ματς. Εξάλλου πάντα αποτελούσε έναν αξιόπιστο αμυντικό, ενώ το σχετικά μεγάλο ύψος του για "δυάρι" εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να "γεννά" mis-matches στο παρκέ.

Σύγκριση: Η διάρκεια, συνοδευόμενη από σταθερότητα, του Basile στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση τον καθιστά ασφαλώς νικητή αυτής της "σύγκρουσης" των SG's.

Νικητής: Basile

(by Β.Α.)


----------------------------------

M. Batiste vs. D. Tomasevic

Batiste: Ο Batiste αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση. Ερχόμενος από την Αμερική προσαρμόστηκε ταχύτατα στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ, μετάλλαξε τη σωματοδομή και τον τρόπο παιχνιδιού του και αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή ανετότατα στο πλαίσιο του τρόπου παιχνιδιού του Obradovic στον Παναθηναϊκό. Παρότι ιδιαίτερα undersized για center, ακόμα και για "4", ανέπτυξε ένα αξιόλογο back-to-the-basket game, αξιόπιστο σουτ από τα 3 μέτρα, πολύ καλό ένστικτο για το rebound και άνεση στο να τελειώνει τα plays κοντά στο καλάθι από τις πάσες των διαχρονικά κορυφαίων guards του ΠΑΟ. Εξάλλου έχει σταθερά καλό shot selection, αφού σπανίως εκβιάζει προσπάθειες (πάνω από 64% στα δίποντα τις 5 τελευταίες χρονιές!). Ταυτόχρονα τα αθλητικά του προσόντα προσέφεραν πάντα θέαμα στους απανταχού fans των καρφωμάτων (δηλαδή σε όλους), ενώ η δύναμή του τού έδινε το δικαίωμα να παίζει και καλή προσωπική άμυνα. Άξια αναφοράς είναι και τα αποτελεσματικότατα, αν και συχνά στα όρια (και ακόμα παραπέρα) του νομίμου, screens του.

Tomasevic: Ο Σέρβος ήταν το πρότυπο του Ευρωπαίου ψηλού. Αγωνιζόταν πρώτα με το μυαλό και μετά με τα φυσικά προσόντα. Είχε άριστη αίσθηση του χώρου και του χρόνου, πράγμα που του επέτρεπε να "ελευθερώνει" τα σουτ του την κατάλληλη χρονικά στιγμή έτσι ώστε να αποφεύγει τα κοψίματα (εφόσον δεν μπορούσε να τα αποφύγει μέσω του άλματος). Πολύ καλός συμπαίκτης, έκανε πάντα την ομάδα του καλύτερη με τις πάσες του, καθώς και με τη διαρκή κίνησή του (ιδίως στα πρώτα χρόνια του) που "άνοιγε" χώρους. Στην αρχή της καριέρας του καλούταν να σκοράρει πολύ, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να "αποτυπώνει" στα στατιστικά ένα ευρύ φάσμα ικανοτήτων, με τα γρήγορα χέρια του να τον βοηθούν να "μαζεύει" πολλά κλεψίματα. Στον Παναθηναϊκό υπήρξε πολύ σημαντική μονάδα ερχόμενος από τον πάγκο, με καλύτερο φυσικά παράδειγμα τους υπερπολύτιμους 16 πόντους του στον τελικό εναντίον της CSKA το 2007.

Σύγκριση: Παρόλο που η συνεισφορά του Tomasevic όπου έπαιξε ήταν σημαντικότατη, ο Batiste βρίσκεται με υψομετρικό κιόλας μειονέκτημα σταθερός και ακλόνητος στην ελίτ των εν Ευρώπη ψηλών εδώ και 7 χρόνια (και συνεχίζει).

Νικητής: Batiste

(by Β.Α.)


----------------------------------