Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Η καθυστέρηση του αναπόφευκτου



Οι τελικοί του φετινού πρωταθλήματος της Α1 είναι πλέον προ των πυλών, αφού όμως πρώτα παρακολουθήσαμε 2 πολύ ενδιαφέροντα ματς. Τα δεύτερα παιχνίδια της φάσης των ημιτελικών δεν είχαν καμία σχέση με τα πρώτα. Οι δύο καλύτερες ελληνικές ομάδες επικράτησαν ξανά των δύο outsiders, όμως αυτή τη φορά δυσκολεύτηκαν πολύ για να το καταφέρουν.

Στην Κυψέλη ο Παναθηναϊκός μπόρεσε να πάρει διαφορά στο ημίχρονο, όμως στη συνέχεια χαλάρωσε αρκετά, εμφάνισε αμυντικές αδυναμίες και απέτυχε στο να διατηρήσει τον έλεγχο του ρυθμού, επιτρέποντας έτσι στο μαχητικό Πανελλήνιο να βρει λύσεις μέσω των Χαραλαμπίδη (ο οποίος πρέπει οπωσδήποτε φέτος να συμπεριληφθεί στην προεπιλογή της Εθνικής) και Βουγιούκα (που έχει σημειώσει μεγάλη μπασκετική ωρίμανση τον τελευταίο χρόνο). Το παιχνίδι κρίθηκε στα τελευταία λεπτά και ο Πανελλήνιος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε νικήσει αν παρουσιαζόταν ελάχιστα πιο ψύχραιμος και οργανωμένος στην τελευταία αμυντική κατοχή του (που κατέληξε στο αφύλακτο τρίποντο του Nicholas). Φυσικά αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί και αντίστροφα, υπό την έννοια ότι ο Παναθηναϊκός πήγε λίγο-πολύ να "χαρίσει" το ματς στην ομάδα της Κυψέλης με το χαζό foul του Tepic και τις ασυνήθιστα κακές άμυνές του στα τρίποντα του Smith.

Στο Μαρούσι παρακολουθήσαμε ένα ακόμα πιο αμφίρροπο και σκληρό ματς, όπου η ομώνυμη ομάδα έμοιαζε να πλησιάζει στη νίκη λίγο πριν το τέλος, όμως η αποκαρδιωτική έλλειψη καθαρού μυαλού σε συνδυασμό με καθοριστικά και "ψυχωμένα" plays από τους ερυθρόλευκους έδωσαν το παιχνίδι στον Ολυμπιακό. Το Μαρούσι πάντως έπαιξε σε γενικές γραμμές ωραίο μπάσκετ, με αρκετή κινητικότητα και όμορφες πάσες και διεισδύσεις στη ρακέτα, ενώ ο Ολυμπιακός προτίμησε τον πότε ασφαλή, πότε προβλέψιμο και "κουρασμένο" δρόμο της συνεχούς τροφοδότησης του Σχορτσιανίτη στο low post. Τα σχήματα του Γιαννάκη με 3 κοντούς είχαν και πάλι την τιμητική τους, με τον Penn να παίζει 36 (!) λεπτά και τον Teodosic να επιδεικνύει κατά διαστήματα έλλειψη σιγουριάς στις επιλογές του. Ο Vujcic έδωσε πολλές βοήθειες και στις 2 μεριές του παρκέ, ενώ ο Kleiza έδειξε πόσο μεγάλος παίκτης είναι αφού μίλησε όταν έπρεπε (αν και έχει κάνει βήματα στο νικητήριο καλάθι).

Οι 2 σειρές πλέον αναμένεται, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, να ολοκληρωθούν το Σαββατοκύριακο με τα τρίτα ματς, οδηγώντας μας βέβαια στη σειρά που περιμένουμε να δούμε από τον Οκτώβριο, το best-of-5 των τελικών, στο οποίο και ενδέχεται να κριθούν καριέρες και υστεροφημίες.

Προχωρώντας, είναι μία καλή ευκαιρία πιστεύω για την κατάθεση ενός ευρύτερου σχολίου για το πρωτάθλημα της Α1, το οποίο για μία ακόμα χρονιά κινήθηκε στα πλαίσια που αναμέναμε.

Το ελληνικό πρωτάθλημα σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητικού επιπέδου εντός παρκέ. Στα περισσότερα παιχνίδια του παίζεται σκληρό και ανταγωνιστικό μπάσκετ, με συνέπεια το ενδιαφέρον του θεατή για την έκβασή τους να παραμένει αμείωτο καθ' όλη τη διάρκειά τους. Η ποιοτική στάθμη από αγώνα σε αγώνα και από αγωνιστική σε αγωνιστική έχει προφανώς διακυμάνσεις, όμως συνολικά μπορώ να πω ότι το εντός παρκέ προϊόν μπορεί κάλλιστα να προσελκύσει ένα μέσο fan του αθλήματος. Υπάρχουν αρκετοί καλοί Έλληνες και ξένοι παίκτες και προπονητές, εγείροντας έτσι ισχυρό επιχείρημα για την κατάταξη του πρωταθλήματός μας στην 3η θέση παγκοσμίως με βάση το καθαρά αγωνιστικό επίπεδο.

Φανταστείτε, λοιπόν, πόσο πιο ελκυστικό θα μπορούσε να γίνει, αν διέθετε έστω και ένα ψήγμα οργάνωσης και αξιοπιστίας. Πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου θεωρούμε φυσιολογικότατα και καθημερινά φαινόμενα όλα τα παρακάτω (τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά):

  • απλήρωτους παίκτες (βλ. σχεδόν κάθε ομάδα εκτός από Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και Κολοσσό) που εναλλάσσονται κάθε μήνα και κατά συνέπεια υποβαθμίζουν αφάνταστα το προϊόν που παρουσιάζει μία ομάδα στο παρκέ
  • γήπεδα τεχνολογίας δεκαετίας του '90, για να μην πω του '80 (βλ. τα ΑΘΛΙΑ κλειστά των Πανελληνίου, Πανιωνίου, κτλ.)
  • ομάδες που δεν έχουν καμία θέση στο πρωτάθλημα λόγω επαναλαμβανόμενων οικονομικών ατασθαλιών που παρόλα αυτά συνεχίζουν να συμμετέχουν αριστίνδην (βλ. ΑΕΚ)
  • ο χουλιγκανισμός να μένει συνεχώς ατιμώρητος, αποθαρρύνοντας σε ΤΕΡΑΣΤΙΟ βαθμό τον απλό κόσμο από το να πάει στο γήπεδο
  • μηδενική αίσθηση του marketing και του promotion του μπασκετικού προϊόντος από τις περισσότερες ομάδες
  • μία διοργανώτρια αρχή (ΕΣΑΚΕ) που αποτελεί ντροπή για τον αθλητισμό (τον παγκόσμιο, γιατί για τον ελληνικό είναι αυτό που του αξίζει) και πρεσβεύει την προχειρότητα και έλλειψη κοινής λογικής στα πάντα (από το διαγωνισμό καρφωμάτων στο All-Star Game, μέχρι τις ακατανόητες απαγορεύσεις αναφορικά με τη μετανάστευση στο εξωτερικό Ελλήνων παικτών)

Φυσικά ξεχνάω πολλά ακόμα, όμως η ουσία συχνά βρίσκεται στα πιο απτά πράγματα. Αν βάζαμε, ας πούμε, 100 Λιθουανούς ή Σέρβους fans του μπάσκετ να παρακολουθήσουν μία αγωνιστική της Α1 και μία αγωνιστική της Liga ACB της Ισπανίας και τους προκαλούσαμε να διαλέξουν ποιο από τα 2 πρωταθλήματα θα προτιμούσαν να παρακολουθούν εφεξής, είναι βέβαιο ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 95% θα διάλεγε την ACB, και αυτό δε θα οφειλόταν πρώτιστα στο αγωνιστικό προβάδισμα των Ισπανών. Τουναντίον. Απλά συγκρίνετε αυτό με αυτό. Ή αυτό με αυτό.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι στη δύσκολη εποχή που διανύουμε είναι δύσκολο να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον οι τύχες του ελληνικού πρωταθλήματος, εφόσον το τελευταίο έχει ήδη φτάσει σχεδόν στον πάτο της οργανωτικής και οικονομικής εξαθλίωσης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι με προσεκτική διαχείριση της έμψυχης και άψυχης περιουσίας αυτού και των ομάδων του δε θα μπορούσε να επέλθει μία κάποια σταθερότητα, ισονομία και ισορροπία, που θα έφερνε και το πολυπόθητο στοιχείο της απροβλεψιμότητας σε μία διοργάνωση τους φιναλίστ της οποίας γνωρίζουμε κάθε φορά πριν καν αρχίσει η σεζόν.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η δίκη του Παναγιώτη Γιαννάκη



Έχει περάσει μια εβδομάδα από το Final 4 της Euroleague και πλέον μπορούμε να προβούμε με ασφάλεια και ηρεμία σε κρίσεις και να αποφύγουμε τις απόλυτες, συναισθηματικά φορτισμένες απόψεις (είτε θετικές είτε αρνητικές). Μετά το τέλος του τελικού απέναντι στην Barcelona, σχεδόν το σύνολο του αθλητικού Τύπου της χώρας έσπευσε να κατακεραυνώσει το Γιαννάκη, αποδίδοντάς του το σύνολο των ευθυνών για τις κακές εμφανίσεις του Ολυμπιακού στο Παρίσι. Αντίθετα, οι υπέρμαχοι του Έλληνα coach αρνούνταν επιδεικτικά όλες τις κατηγορίες και υποστήριζαν την αθωότητα του "Δράκου". Θα ήθελα, λοιπόν, να πάρω και εγώ θέση σε όλα αυτά που ακούγονται τον τελευταίο καιρό. Είναι γεγονός ότι είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να δουν τον κατηγορούμενο να καταδικάζεται και να φεύγει από τον Ολυμπιακό το καλοκαίρι. Αρκετοί, μάλιστα, ακόμα και αν οι ερυθρόλευκοι κατακτήσουν το πρωτάθλημα, απλά θα συμβιβαστούν με την παραμονή του.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να βρούμε ποιες ευθύνες αναλογούν στο Γιαννάκη και να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν είναι τελικά αθώος ή ένοχος; Ας εξετάσουμε πρώτα το ματς της Κυριακής και εν γένει την παρουσία του Ολυμπιακού στο δεύτερο συνεχόμενο Final 4.

Το γεγονός είναι ότι ο Ολυμπιακός έχασε εύκολα από την Barcelona. Σε ελάχιστα σημεία κατάφερε να την κοντράρει και αυτό για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Όσοι ισχυρίζονται ότι ο Ολυμπιακός έχασε από το τρίποντο του Sada στη λήξη του χρόνου και ακολούθως το εκπληκτικό drive του Navarro πάλι στη λήξη της επίθεσης και μάλιστα χαρακτηρίζουν αυτά ως «τυχερά», τότε απλά εθελοτυφλούν. Το αν ένα σουτ γίνεται με κακές προϋποθέσεις έχει σαφώς τη σημασία του. Όσοι, ωστόσο, προσέξουν τις δύο φάσεις θα πρέπει να παρατηρήσουν ότι στο συγκεκριμένο σημείο του αγώνα ο Ολυμπιακός έχει κάνει εύκολα λάθη στην επίθεση, ενώ και η άμυνα του Παπαλουκά στο Sada δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Για το Navarro δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτα, γιατί από έναν τέτοιο παίκτη περιμένεις να βάζει και καλάθια σαν το προαναφερθέν.

O Ολυμπιακός δε βρήκε ποτέ απάντηση στη διαρκή κίνηση της Barcelona. Ούτε όταν αυτή γινόταν στην baseline και κατέληγε σε καλάθι μετά από γρήγορες συνεργασίες των ψηλών, ούτε όταν οι περιφερειακοί του Ολυμπιακού χάνονταν στα screens (παρότι αρκετά από αυτά ήταν αντικανονικά) και άφηναν το Navarro να εκτελεί από τη γραμμή του τριπόντου. Η αμυντική αυτή αδυναμία, πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στο τεχνικό επιτελείο που δεν είχε προετοιμάσει την ομάδα σωστά, δεν είχε διαβάσει το παιχνίδι του αντιπάλου, δεν προσαρμόστηκε ούτε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και έτσι οι ερυθρόλευκοι έμοιαζαν μια ταχύτητα πιο αργοί από την αντίπαλό τους, αλλά κυριότερα από τον ίδιο τους τον εαυτό μέχρι πριν το Final 4.

Ακόμα, παρουσιάστηκε από τον ελληνικό Τύπο ότι ο Ολυμπιακός δεν είχε τα απαραίτητα μεγέθη για να κοντράρει την Barcelona. Επίρρωση αυτής της άποψης, μάλιστα, αποτέλεσαν οι πολλές τάπες που δέχθηκαν οι παίκτες του Ολυμπιακού από τους Καταλανούς. Δε νομίζω, ωστόσο, ότι το πρόβλημα ήταν η υψομετρική διαφορά. Οι ψηλοί του Ολυμπιακού καθυστερούσαν να εκτελέσουν χαρακτηριστικά, προκαλώντας έτσι την άμυνα (που δε φοβόταν το περιφερειακό σουτ) να κλείσει πάνω τους και να καταφέρει να τους περιορίσει, αρκετές φορές θεαματικά. Ούτε και σε αυτόν τον τομέα ήταν διαβασμένος ο Ολυμπιακός. Γρήγορη κυκλοφορία δεν υπήρχε, ούτε και ακροβολισμένοι σουτέρ και έτσι ο Vazquez έκανε πάρτι και μοίραζε τάπες σε όποιον επιχειρούσε να σκοράρει κάτω από το καλάθι. Προσωπική μου άποψη αποτελεί ότι ο Γιαννάκης δεν εκμεταλλεύτηκε σωστά τους παίκτες του. Φοβήθηκε να ρισκάρει. Μια 5άδα με Παπαλουκά, Childress, Bασιλόπουλο, Kleiza και Μπουρούση ίσως ήταν "άσσος στο μανίκι" του προπονητή του Ολυμπιακού καθώς θα συνδύαζε ψηλά κορμιά, δημιουργία, αξιοπρεπές περιφερειακό σουτ, συνέπεια στην άμυνα, δε θα υστερούσε στο rebound κλπ. Όλα αυτά, βέβαια, είναι εντελώς θεωρητικά, αλλά δυστυχώς δεν τα είδαμε και στην πράξη για να τα κρίνουμε.

Γενικά, αυτό που με απογοήτευσε περισσότερο όσον αφορά στο προπονητικό θέμα ήταν ότι ο Γιαννάκης δε φάνηκε να έχει ετοιμάσει τίποτα το ξεχωριστό, τίποτα το ιδιαίτερο για αυτούς τους δύο αγώνες. Το να βάζεις τον Beverley και τον Penn να πιέζουν τους χειριστές του αντιπάλου (για παράδειγμα) δεν αποτελεί κάποια φοβερή έμπνευση. Αν πάλι, είχε σχεδιαστεί κάτι αλλά δε βγήκε ποτέ στο παρκέ, δεν μπορώ να το ξέρω. Για όσους, πάντως, κρίνουν αρνητικά την αλλαγή του Beverley στο comeback του Ολυμπιακού, οφείλω να πω ότι με Penn και Beverley μαζί, η ομάδα ήταν σε μειονεκτική θέση επιθετικά από τη στιγμή που δεν έβρισκε τρόπο να τους αξιοποιήσει, άρα καλώς βγήκε ένας από τους δύο. Αν με ρωτούσατε εκείνη τη στιγμή, θα προτιμούσα και εγώ να μην είναι ο νεαρός, αλλά ο ουδέτερος Scoonie που παρουσιάστηκε άτολμος πέραν του δέοντος .

Επίσης, θα καταλόγιζα στο Γιαννάκη ότι δεν εκμεταλλεύτηκε καθόλου καλά τον Kleiza. Μπορεί ο Λιθουανός να φαινόταν εκτός παιχνιδιού, όμως ούτε βρήκε περιφερειακό σουτ, εγκλωβιζόταν συχνά μέσα στη ρακέτα, δεν απείλησε από το high post όπως μπορεί και γενικά φάνηκε να μην έχει τις κατάλληλες οδηγίες για τη σύνθετη άμυνα της Barcelona και μοιραία μπερδευόταν και εκνευριζόταν (δε δικαιολογώ βεβαίως τις υπερβολές του). Επιπρόσθετα, δεν υπήρχε σε αυτό το Final 4 ένας σκόρερ που να έρχεται από τον πάγκο για τον Ολυμπιακό. Ο Παπαλουκάς σίγουρα δεν είναι τέτοιος, ο Μπουρούσης δεν επιτέλεσε αυτό το ρόλο και ο μόνος που θα μπορούσε ίσως να το κάνει (Halperin) αγωνίστηκε ελάχιστα. Ήταν λες και οι μόνες λύσεις που θα μπορούσαν να δώσουν οι αναπληρωματικοί του Ολυμπιακού περιορίζονταν στο αμυντικό κομμάτι και από τη στιγμή που και οι βασικοί είχαν επιθετικό πρόβλημα, αυτό διογκώθηκε και δεν επιλύθηκε ποτέ.

Είναι σαφές, λοιπόν, το κατηγορητήριο κατά του προπονητή του Ολυμπιακού. Οι ευθύνες που έφερε ήταν συγκεκριμένες και αυξημένες σε ορισμένα ζητήματα. Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι ένας τελικός κρίνεται και από απροσδόκητα γεγονότα.

Ο τραυματισμός του Teodosic σίγουρα επηρέασε όλη την ομάδα. Ο Σέρβος ήταν ζεστός, ήταν αυτό που έλειπε από τον Ολυμπιακό, αλλά δεν είχε τις ανάσες για να κάνει τη διαφορά. Από την άλλη, ο Navarro είχε βρει ρυθμό και ήταν ασταμάτητος (σε αυτό βέβαια συνετέλεσε και η κακή άμυνα του Ολυμπιακού). Επίσης, ελαφρυντικό αποτελεί για τον προπονητή το πολύ κακό βράδυ του Childress και του Kleiza, οι οποίοι όσο και αν δε βοηθήθηκαν από το Γιαννάκη, ήταν εμφανώς εκτός ρυθμού και έκαναν τη ζωή των παικτών της Barcelona πολύ εύκολη. Τη συνομωσιολογία γύρω από τη διαιτησία, τις ισπανικές συμμαχίες και την καλά κρυμμένη σφαγή του Ολυμπιακού τη θεωρώ ασόβαρη και δε θεωρώ ότι οι referees έκριναν τον αγώνα σε κανένα σημείο.

Πηγαίνοντας τώρα στην υπεράσπιση του "Δράκου", θεωρώ ότι η όλη κριτική που του ασκείται είναι έως ένα βαθμό υπερβολική. Ο Ολυμπιακός πήγε στον τελικό της Euroleague γιατί ήταν μία από τις δύο καλύτερες ομάδες φέτος στην Ευρώπη και σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο και ο προπονητής του. Υποθετικά σενάρια στα οποία ο Ολυμπιακός θα είχε διαφορετικές κληρώσεις, δυσκολότερους αντιπάλους κλπ. δεν έχουν καμία πρακτική εφαρμογή γιατί από την αρχή της χρονιάς, η ομάδα έφτιαξε μόνη της το δρόμο της βγαίνοντας πρώτη και στους δύο ομίλους, εξασφαλίζοντας το πλεονέκτημα στα playoffs και νικώντας την έκπληξη της διοργάνωσης στον ημιτελικό. Δε γίνεται, λοιπόν, ο προπονητής του Ολυμπιακού να μην έχει μερίδιο σε όλα αυτά.

Στο Γιαννάκη πιστώνεται και το πολύ όμορφο μπάσκετ που παίζει φέτος ο Ολυμπιακός. Παρατώντας το πατροπαράδοτο στιλ, στο οποίο τον είχαμε συνηθίσει, ο προπονητής του Ολυμπιακού άφησε την ομάδα να τρέξει, άφησε πρωτοβουλίες στους παίκτες του, επεδίωξε το θέαμα και χειρίστηκε ικανοποιητικά όλες τις καταστάσεις που προέκυψαν στο δρόμο για το Παρίσι. Το θεωρώ άδικο, λοιπόν, να κατακεραυνώνεται επειδή η ομάδα έκανε δύο άσχημα παιχνίδια και τελικά έχασε από μια εξαιρετική Barcelona, που έχει ισοπεδώσει τους πάντες στο διάβα της φέτος.

Σίγουρα ο σχεδιασμός του roster θα μπορούσε να είναι καλύτερος. Η φημολογούμενη επιθυμία του Γιαννάκη για αποχώρηση του Teodosic και του Σχορτσιανίτη αποτελεί αρνητικό στοιχείο, όπως άλλωστε και η αδυναμία του να αξιοποιήσει το Von Wafer (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έφταιγε εξίσου και ο παίκτης). Ακόμα, η γύμνια του Ολυμπιακού στη θέση «2» όταν λείπει ο Teodosic είναι χαρακτηριστική και σε συνδυασμό με την καθίζηση του Halperin βαραίνει σε μεγάλο βαθμό τον προπονητή του Ολυμπιακού, ο οποίος θέλω να πιστεύω ότι κάνει τις επιλογές για τους παίκτες που αποκτώνται (π.χ. Penn). Ακόμα και έτσι, ωστόσο, η πορεία σε έναν τελικό Euroleague δεν μπορεί να κριθεί αποτυχημένη, έστω και αν αδιαμφισβήτητος στόχος ήταν η κατάκτηση του τροπαίου.

Σίγουρα, λοιπόν, ο coach των "κόκκινων" έχει κάνει αρκετά και σοβαρά λάθη, όπως επεσήμανα και παραπάνω (διαχείριση ρυθμού, έλλειψη "σκληράδας", έλλειψη επιθετικού πλάνου, κακό scouting αντιπάλου κλπ). Είναι, ωστόσο, αναντίρρητο ότι ο Ολυμπιακός παίζει εξαιρετικά και έφτασε ένα βήμα από την κατάκτηση της πρώτης θέσης. Προσωπικά, και ενώ ο Ολυμπιακός είναι ακόμα στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος Ελλάδας, θα ήθελα να δω πώς θα διαχειριστεί ο Γιαννάκης και αυτά τα παιχνίδια πριν βγάλω μια τελεσίδικη απόφαση. Όσον αφορά στις καταστροφικές κρίσεις του Τύπου, θα τις χαρακτήριζα άτοπες, υπερβολικές και έως ένα βαθμό εμπαθείς.

Μένει, λοιπόν, να δούμε αν το τεκμήριο αθωότητας του Έλληνα προπονητή θα καταρριφθεί με την απώλεια του πρωταθλήματος ή αν θα μάθει από τα λάθη του (όπως συνηθίζει να κάνει φέτος) και θα καταφέρει να εξιλεωθεί για την κακή του εμφάνιση στην πόλη του φωτός, κατακτώντας τον τίτλο με μειονέκτημα έδρας απέναντι στον Παναθηναϊκό.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Απλά η κορυφαία!



Ο τίτλος του παρόντος άρθρου είναι το καθολικό συμπέρασμα που βγάζουμε και που θα θυμόμαστε από αυτό το Final 4 τα επόμενα χρόνια. Και αποτελεί την πλήρη και αδιαμφισβήτητη αλήθεια.

Η Barcelona σε όλη τη χρονιά είχε αποδείξει ότι τη διακρίνει άριστη διάκριση ρόλων, με κάθε παίκτη στο roster της να γνωρίζει ακριβώς τι απαιτείται από αυτόν στο παρκέ και τη θέση που θα πρέπει να κατέχει πάνω σε αυτό. Το gameplan και η "ιεραρχία" των παικτών στα plays είναι ξεκάθαρη, με συνέπεια σπανίως να παρατηρείται σύγχυση ή κακό spacing (αποστάσεις).

Τα παραπάνω στοιχεία δε θα μπορούσαν να μη φανούν και στον προχθεσινό τελικό. Ο Xavi Pascual εφάρμοσε για άλλη μία φορά άριστο rotation, κρατώντας ξεκούραστη την ομάδα του για όλο σχεδόν το ματς και παίρνοντας το maximum από ποιοτικούς ρολίστες όπως ο Morris, ο Sada και ο N'Dong. Εκμεταλλευόταν συνεχώς τα προτερήματα του καθενός από αυτούς στην επίθεση: ο Morris σούταρε τα αγαπημένα του τρίποντα από την κορυφή, ο N'Dong απέδειξε την ευκολία με την οποία "ολοκληρώνει" καλές πάσες στη ρακέτα, ο Sada κράτησε το ρυθμό όταν ο Rubio φαινόταν να κουράζεται και να υποπίπτει σε λάθη λόγω της πίεσης των Teodosic, Beverley, κτλ.

Φυσικά ο Pascual ευτύχησε να έχει σε μεγάλη μέρα το Navarro, ο οποίος έβαλε τα κρίσιμα σουτ που φοβόμασταν και απευχόμασταν. Παρόλα αυτά, η γενική εντύπωση είναι ότι ο Ισπανός επικράτησε του Παναγιώτη Γιαννάκη στη λεγόμενη "μάχη των πάγκων". Μπήκε πολύ δυνατά και με επιθετική άμυνα στο ματς (ξέροντας ότι ο Ολυμπιακός ξεκινάει συνήθως νωθρά τα παιχνίδια μέχρι να βρει ρυθμό). Εφάρμοσε (όπως πάντα) γρήγορη κίνηση και κυκλοφορία της μπάλας στην περιφέρεια, ψάχνοντας τα "ανοίγματα" για drives μέσω των οποίων θα κατέρρεε η inside άμυνα των ερυθρολεύκων (όπως και έγινε), χτυπώντας στις αργές αμυντικές περιστροφές τους και παίρνοντας εύκολα καρφώματα και κοντινά σουτ από τους ψηλούς. Έδωσε εντολή στο Rubio να τρέξει όποτε μπορούσε. Εντόπιζε σχεδόν όλα τα mis-matches και τα εκμεταλλευόταν.

Από την άλλη, ο Γιαννάκης, ενώ μέχρι πριν το Final 4 έκανε μακράν την καλύτερη προπονητικά χρονιά του στον Ολυμπιακό, στο κρισιμότερο σημείο φάνηκε να μην έχει κάνει καλή προετοιμασία και "διάβασμα" των αγώνων. Στον ημιτελικό οι Vesely, McCalebb και Maric, ή αλλιώς οι 3 από τους 4 καλύτερους παίκτες της Partizan, έφτασαν τον ΟΣΦΠ ένα βήμα από τον αποκλεισμό, παίζοντας το ίδιο στιλ μπάσκετ που o Vujosevic χρησιμοποιεί όλη τη σεζόν (και με το οποίο είχε κερδίσει τον Ολυμπιακό στο Βελιγράδι). Στον τελικό, ο Ολυμπιακός κατά διαστήματα θύμισε την περσινή επιθετικά "αρτηριοσκληρωτική" ομάδα, με πολλή στασιμότητα, ελάχιστη κίνηση μακριά από την μπάλα και προβλέψιμα plays. Η Barca τα είχε μελετήσει και τα "έκλεινε" με καίρια collapsing και σωστή πίεση στην μπάλα. Επιπροσθέτως, οι "κόκκινες" επιστροφές ήταν πιο αργές από το επιθυμητό, επιτρέποντας στους Καταλανούς πολλά σουτ σε δευτερεύοντα αιφνιδιασμό, τα οποία βεβαίως είναι η καλύτερη "συνταγή" για την απόκτηση ρυθμού και ψυχολογικού προβαδίσματος.

Κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις σχετικά με την προπονητική πλευρά του τελικού:
  • Άμα είναι να εμπιστευτείς το Halperin, πρέπει να έχεις έτοιμα μερικά plays για να εκμεταλλευτείς την ικανότητά του στο σουτ μετά από πάσα.
  • Εφόσον ο Navarro δείχνει ότι βρίσκεται σε καλή μέρα, πρέπει να κάνεις κάτι για να τον εκνευρίσεις, είτε πιο σκληρή on-ball άμυνα, περισσότερες παγίδες, να επιχειρείς πιο επιθετική αντιμετώπιση των screens, λιγότερα "τζογαρίσματα" (δηλαδή γεμάτες ρίσκο προσπάθειες για κλέψιμο) σε πάσες προς αυτόν, κτλ.
  • Ο Mickeal είναι καλός αμυντικός και διαθέτει ευρύ ρεπερτόριο επιθετικών κινήσεων, οπότε από τη μία πρέπει να προσφέρεις μέσω των plays καλύτερες προϋποθέσεις στον Childress για να σκοράρει απ' ότι με προβλέψιμα 1-on-1 drives και από την άλλη πρέπει να αποφεύγεις το παραμικρό switch πάνω στον Pete (όπως στο κρίσιμο καλάθι του πάνω από τον Beverley).
  • Ο Pascual ρίσκαρε ελαφρά με την εξαρχής τοποθέτηση του Lorbek πάνω στον Kleiza, όμως ο Σλοβένος τον δικαίωσε (όπως και ο Morris σε αντίστοιχο ρόλο στο 4ο δεκάλεπτο) σε μεγάλο βαθμό, παίζοντας σωστή, συγκρατημένη και χωρίς foul άμυνα πάνω στον εκνευρισμένο Λιθουανό. Τον τελευταίο δεν βοήθησε και η έλλειψη σωστής κατανομής χώρου στην επίθεση του Ολυμπιακού, που θα του έδινε περισσότερες ευκαιρίες για να προσπεράσει το Lorbek στην ντρίμπλα ξεκινώντας από την περιφέρεια.
  • Παρότι μερικοί μίλησαν για λανθασμένη επιλογή του Γιαννάκη να βγάλει τον Beverley στα μέσα του 3ου δεκαλέπτου, προσωπικά την κρίνω σωστή, εφόσον το (έστω μερικό) comeback είχε υλοποιηθεί και ο Ολυμπιακός έπαιζε ουσιαστικά με -1 παίκτη στην επίθεση, λόγω της δεδομένης ανικανότητας του Αμερικανού στο halfcourt παιχνίδι.
  • Η μέτρια φυσική κατάσταση του Teodosic σε αυτό το ματς αποτελεί σίγουρα ένα ελαφρυντικό για το Γιαννάκη, αφού ο Σέρβος ξεκίνησε πολύ δυνατά και δραστήρια το ματς πριν κουραστεί και ζητήσει αλλαγή. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Penn κινήθηκε, όπως και στον ημιτελικό, σε χαμηλά νερά.
  • Η ζώνη που εφάρμοσε στο 2ο δεκάλεπτο ο coach του Ολυμπιακού ήταν καλή ως σκέψη, όμως τα μέτρια box-outs που συνήθως απορρέουν από αυτό το είδος άμυνας οδήγησαν σε 2 συνεχόμενα επιθετικά rebounds και τελικά ένα τρίποντο του Basile.
  • Η αγωνιστική κατάσταση του Vujcic φάνηκε να έχει χειροτερέψει πολύ αυτό το τριήμερο, οπότε σωστά χρησιμοποιήθηκε λίγο και στους δύο αγώνες, εφόσον αμυντικά ήταν αφερέγγυος.
  • Η Barca κατά περιόδους "αγκιστρωνόταν" υπερβολικά στα σουτ τριών πόντων, όμως τελικά δικαιώθηκε, χάρη και στην αδράνεια της ερυθρόλευκης άμυνας (όπως σε δύο κρισιμότατα χαμένα rebounds όταν η διαφορά ήταν στο -7).
  • Στην τελευταία περίοδο η άμυνα της Barcelona χαλάρωσε ελαφρά, όμως στην επίθεση συνέχιζε να είναι αποτελεσματικότατη, κόβοντας κάθε "κόκκινη" ελπίδα για επαναφορά στο παιχνίδι.
Ας δούμε μερικές περιπτώσεις κακών επιθετικών και αμυντικών αντιδράσεων του Ολυμπιακού στον τελικό.


Η (επαναλαμβανόμενη φέτος) αδυναμία συγκέντρωσης στη γραμμή της "φιλανθρωπίας" και τα κρίσιμα χαμένα αμυντικά rebounds ψαλίδισαν τις ελπίδες του ΟΣΦΠ για την κατάκτηση της Euroleague για πρώτη φορά από το 1997.


Συνολικά καλύτερος για την ελληνική ομάδα ήταν ασφαλώς ο Παπαλουκάς, καθώς ήταν ο μόνος που έφτανε με συνέπεια κοντά στο καλάθι των Ισπανών και ο μόνος που μπορούσε να αποφύγει, χρησιμοποιώντας όπως πάντα σωστά το σώμα του ως "ασπίδα", τα blocks των αθλητικών ψηλών της Barca. Ο Μπουρούσης δεν ήταν κακός, αλλά δεν έκανε τη διαφορά στα δύο καλάθια όπως στον ημιτελικό, ενώ ο Μαυροκεφαλίδης δεν πρόλαβε να κάνει πολλά. Ο Sofo κέρδισε fouls, είχε καλές τοποθετήσεις στη ρακέτα χάρη στη δύναμή του αλλά κουράστηκε γρήγορα και η έλλειψη άλματος τον δυσκόλευε απέναντι στο Vazquez και τον N'Dong, οι οποίοι έκαναν πολύ μεστό ματς.

Όσον αφορά στις άλλες 2 ομάδες του τελικού τουρνουά, η Partizan υπερέβαλε εαυτόν στον ημιτελικό, οδηγούμενη από το πολύ καλό κοουτσάρισμα του Vujosevic, και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε βρεθεί στον τελικό αν είχε κάνει κάποιου είδους box-out στο κάρφωμα του Childress, ενώ η CSKA κατάφερε να επιβάλει το ρυθμό και το σκληρό παιχνίδι της στην Barca στο μεταξύ τους ματς, όμως της στοίχισε το ότι ο Siskauskas δεν πήρε βοήθειες στο σκοράρισμα στα κρίσιμα.

Εν τέλει ο Ολυμπιακός μπορεί να μην κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί όλη τη σεζόν στο Final 4, όμως θεωρώ ότι η φετινή ομάδα (και ο Γιαννάκης) θα πρέπει να κριθεί οριστικά μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού πρωταθλήματος, καθώς ενδεχόμενη κατάκτηση του τροπαίου θα σημάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια επιτυχημένη και μία μέτρια προς απογοητευτική σεζόν.

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Πρόγευση τελικού!


Όσο προετοιμάζεστε για το μεγάλο τελικό της Euroleague απόψε το βράδυ, ρίξτε μία ματιά στο παρακάτω διάγραμμα. Απεικονίζει τις (προβλεπόμενες) βασικές 5άδες των δύο ομάδων με 2 θετικά και 2 αρνητικά στοιχεία για κάθε παίκτη, καθώς και τις σχέσεις συνεργασίας (μεταξύ συμπαικτών) και εκμετάλλευσης αδυναμιών/αντιμετώπισης προτερημάτων (μεταξύ αντιπάλων) που αναμένεται να αναπτυχθούν στο παρκέ.

(Κλικάρετε πάνω στην εικόνα.)


Καλή επιτυχία στην ελληνική ομάδα!

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Επικίνδυνο πλεονέκτημα...



Έφτασε λοιπόν η κορυφαία ετήσια στιγμή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, το Final 4 της Euroleague! Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος αναμένεται να προσφέρει σκληρά ματς, αγωνία και (για τους μισούς 40λεπτη και για τους υπόλοιπους 80λεπτη) αφοσίωση στην προσπάθεια για κατάκτηση του δοξασμένου τροπαίου. Ας εξετάσουμε τα δεδομένα των φετινών ημιτελικών.

Ξεκινώ από τον αγώνα του Ολυμπιακού με την Partizan. Όλοι ξέρουμε ότι ο ΟΣΦΠ υπερέχει στο θέμα "ταλέντο". Η επιθετική του πολυφωνία είναι εντυπωσιακή και ικανή να "γονατίσει" ακόμα και τις καλύτερες άμυνες από τη στιγμή που θα βρει χώρο να δράσει. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η στιγμή είναι εκ προοιμίου ασαφής και αβέβαιη.

Όπως είδαμε και στα ματς των playoffs της Α1 με τον Άρη (χαμηλότερης ανταγωνιστικότητας παιχνίδια μεν, αξιοποιήσιμα για την παραγωγή συμπερασμάτων δε) αλλά και άλλες φορές στη διάρκεια της σεζόν, ο Ολυμπιακός έχει την τάση να ξεκινά με σχετική έλλειψη συγκέντρωσης τα παιχνίδια, και ηθελημένα ή μη χτίζει momentum όσο κυλούν τα λεπτά, έτσι ώστε περίπου στο 3ο δεκάλεπτο να έχει βρει τον απαραίτητο ρυθμό αλλά και να έχουν ζεσταθεί οι scorers-κλειδιά του (Teodosic, Kleiza, Childress) για να μπορέσει να "κλειδώσει" το ματς. Ο Vujosevic προφανώς το ξέρει αυτό, γι' αυτό και είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσει να αιφνιδιάσει από την αρχή τους "ερυθρόλευκους" με πολύ δυνατή και σκληρή άμυνα και αρκετά fouls, όπως δηλαδή μας έχουν συνηθίσει οι Σέρβοι όλη τη χρονιά.

Είναι υψίστης σημασίας να είναι ιδιαίτερα αποδοτικός ο ΟΣΦΠ στις επιθέσεις των πρώτων λεπτών, καθώς αν το ματς ξεκινήσει όπως αυτά με τον Άρη, με τους "κόκκινους" δηλαδή να χάνουν με διψήφια διαφορά, τότε μοιραία η Partizan θα επιχειρήσει να κατεβάσει δραματικά το ρυθμό και να πάει σε αργές επιθέσεις, που σε συνδυασμό με το σκληρό της παιχνίδι θα εκνευρίσουν τους παίκτες του Γιαννάκη και επομένως ενδέχεται η κάλυψη και ανατροπή της διαφοράς να αρχίσει να μοιάζει με "βουνό". Γι' αυτό θεωρώ ότι ο Ολυμπιακός θα πρέπει οπωσδήποτε να ψάξει καλάθια στο transition στο 1ο ημίχρονο, να εφαρμόσει δηλαδή το δικό του tempo και να κουράσει με αυτόν τον τρόπο τους όχι ιδιαίτερα αθλητικούς (εκτός του Vesely και του Roberts) Σέρβους.

Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει πάση θυσία να κερδηθεί η μάχη των rebounds. Η Partizan είναι η καλύτερη ομάδα της φετινής Euroleague σε αυτόν τον τομέα, με Maric, Vranjes, Roberts (που είναι εξαιρετικός rebounder και καλός αμυντικός) να χάνουν λίγα διεκδικούμενα "σκουπίδια". Η "κόκκινη" frontline θα έχει πολλή δουλειά εδώ. Μία πολύ καλή εμφάνιση από το μέχρι τώρα διανύοντα μέτρια σεζόν Γιάννη Μπουρούση θα έκανε τη ζωή του Γιαννάκη πολύ ευκολότερη σήμερα. Εκτός από τον Μπουρούση, σημαντικό ρόλο θα έχει και ο Vujcic, αποτελώντας τη "σωσίβια λέμβο" του Γιαννάκη από τον πάγκο στην (αρκετά πιθανή) περίπτωση που ο Vujosevic το "γυρίσει" κάποια στιγμή σε ζώνη, την οποία ο Κροάτης μπορεί να διασπάσει χάρη στις playmaking ικανότητες από το high post που διαθέτει σε συνδυασμό με τα αποτελεσματικά και μακρινά hooks του.

Επιπροσθέτως, τα post-ups του Σχορτσιανίτη θα παίξουν μεγάλο ρόλο στο αν θα είναι εξαρχής αποτελεσματικός ο ΟΣΦΠ στο halfcourt παιχνίδι. Η Partizan έχει δείξει σε όλα τα φετινά ματς με αντιπάλους ελληνικές ομάδες ότι πρώτο μέλημά της είναι να κλείνει και να προστατεύει τη ρακέτα, ιδίως όταν βρίσκεται στο παρκέ ο Vranjes, ο οποίος με το ζόρι αφήνει τη θέση του κάτω από το καλάθι. Έτσι ο Sofo, αλλά και οποιοσδήποτε ποστάρει ή επιχειρεί drive (βλ. Childress), θα πρέπει να αντιδρά έξυπνα στις παγίδες και το collapsing του Vujosevic δίνοντας γρήγορες πάσες στην περιφέρεια, όπου οι Teodosic και Kleiza θα είναι αναγκαίο να διατηρούν καλές αποστάσεις έτσι ώστε να έχουν τον περισσότερο δυνατό διαθέσιμο χρόνο για ένα καλό σουτ.

Παίκτες-κλειδιά για την Partizan θεωρώ ότι είναι οι Vesely και McCalebb. Πρώτον, ο ταλαντούχος Τσέχος forward χαρακτηρίζεται από ανεξάντλητη ενέργεια σε άμυνα και επίθεση, όμως δεν παύει να του λείπει η εμπειρία από τέτοια τεράστια ματς. Είναι καλός αμυντικός με καλή πλάγια ταχύτητα όμως η έλλειψη ώριμων αντιδράσεων τον κάνει επιρρεπή στο foul (διαπράττει 1 ανά σχεδόν 5.7 λεπτά συμμετοχής), κάτι που θα πρέπει απαραιτήτως να εκμεταλλευτεί ο Childress παίζοντας επιθετικά από την αρχή, έτσι ώστε να τον "φθείρει" από νωρίς και να του αφαιρέσει αρκετή από τη μαχητικότητα για τη συνέχεια του ματς.

Από την άλλη, ο Αμερικανός point guard είναι αυτός ο οποίος κατά κύριο λόγο προσδίδει διαρκή κίνηση και ταχύτητα όποτε χρειάζεται στην ομάδα του, όντας ουσιαστικά ο "μηχανισμός" του Vujosevic για τον έλεγχο του ρυθμού στο παρκέ. Όταν επιτίθεται οι βοήθειες του Ολυμπιακού θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμες, καθώς τα ταχύτατα drives που αρέσκεται να δοκιμάζει δύσκολα σταματιούνται αν του επιτραπεί να εισέλθει στη ρακέτα. Αντ' αυτού πρέπει ο Beverley, ο Penn ή όποιος άλλος επιλεγεί κατά στιγμές από το Γιαννάκη να μαρκάρει το McCalebb να πιέσει ασφυκτικά την μπάλα έτσι ώστε να κουράσει τον Αμερικανό από τη Νέα Ορλεάνη. Αν γίνει αυτό τότε ο Ολυμπιακός θα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τη νίκη, αφού άλλους υψηλής κλάσης και ασφαλείς χειριστές της μπάλας η Partizan δεν έχει.

Ένα ενδεχομένως καθοριστικό εξωαγωνιστικό πλεονέκτημα που θα έχει ο ΟΣΦΠ είναι η εξέδρα, ή πιο σωστά η έλλειψη ικανού αριθμού Σέρβων φιλάθλων που θα επιδρούσαν καταλυτικά στην ψυχολογία των παικτών και των δύο ομάδων. Έχουμε δει πολλές φορές πόσο χαωδώς καλύτερα αγωνίζεται η Partizan στην έδρα της και πόσο αποδυναμωμένη παρουσιάζεται μακριά από αυτή. Αν η ελληνική ομάδα πάρει από νωρίς μεγάλη διαφορά, η πλειοψηφικά "εχθρική" ατμόσφαιρα στο γήπεδο θα "κόψει" τα πόδια των παικτών του Vujosevic και θα κάνει την εύρεση ψυχολογικών αποθεμάτων για ένα σέρβικο comeback δύσκολη υπόθεση.

Ο άλλος ημιτελικός είναι και ο πιο αμφίρροπος, μεταξύ Barcelona και CSKA. Οι Ρώσοι, σε μία σεζόν κατά την οποία δεν εντυπωσίασαν, πορεύτηκαν αργά και σταθερά χάρη στο δεδομένο και πάντα αξιόπιστο ταλέντο και την εμπειρία στο υψηλότερο επίπεδο ορισμένων παικτών-αστεριών (Holden, Langdon, Planinic, Siskauskas, Khryapa). Η αργοπορημένη "εσωτερική" προσθήκη του Smodis, παρότι δεν ξέρουμε αν ο Σλοβένος είναι σωματικά έτοιμος για ένα τόσο σπουδαίο ματς, τους δίνει ένα αμφίβολο "όπλο" που ίσως να μπορέσει να βοηθήσει τους ήδη υπάρχοντες Kaun, Mensah-Bonsu και Vorontsevich στο σκοράρισμα κοντά στο καλάθι, κάτι καλοδεχούμενο αν θέλουν να υπερκεράσουν την πανίσχυρη frontline της Barca.

Μίας Barca που φέτος έμοιαζε κατά διαστήματα ανίκητη, παίζοντας ένα σύγχρονο μπάσκετ που χαρακτηριζόταν από πολύ καλό και μεγάλο rotation και plays με πολλές επιλογές. Σε αυτό βοηθά βέβαια και το πλήρες φετινό της roster, που "αναγκάζει" τον Pascual να αφήνει στο βάθος του πάγκου παίκτες όπως ο Barton κι ο Trias.

Ως κρισιμότερο matchup σε αυτό το παιχνίδι θεωρώ αυτό των Siskauskas-Mickeal στο small forward. Ο Αμερικανός swingman των Καταλανών έχει αποδείξει την αξία του στο αμυντικό κομμάτι, όμως η φύλαξη του μεγάλου Λιθουανού αποτελεί πάντα και για κάθε παίκτη μία πραγματική πρόκληση. Από τα χέρια του Siska περνά μεγάλο μέρος των plays της CSKA, οπότε όσο περισσότερο δυσκολεύεται στο να πασάρει και να σουτάρει τόσο ευνοϊκότερες θα είναι οι συνθήκες για τη Barcelona.

Παρόλο που, αντίθετα με τη διαίσθηση των περισσοτέρων, η CSKA παίζει πρακτικά σε υψηλότερο tempo φέτος από τους Ισπανούς (69.1 έναντι 68.9 κατοχών ανά παιχνίδι), θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι σε αυτόν τον ημιτελικό ο Pashutin θα επιχειρήσει να κατεβάσει το ρυθμό και θα το επιχειρήσει μέσω των ποιοτικών χειριστών Holden και Planinic. Οι τελευταίοι διαθέτουν ένα πλεονέκτημα εμπειρίας σε σχέση με τον υπερταλαντούχο αλλά ακόμα υπέρμετρα ενστικτώδη Rubio, όμως κανείς εκ των δύο δεν είναι απόλυτα ασφαλής αμυντικά απέναντί του, γι' αυτό και ο Pascual θα πρέπει να δώσει την ελευθερία στο νεαρό point guard του να είναι δημιουργικός και ενίοτε να τρέξει στην επίθεση.

Φυσικά πολλά θα εξαρτηθούν για τις τύχες της Barcelona από την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί ο Navarro. Αν και αμυντικά αναξιόπιστος (ο Pashutin θα πρέπει να σχεδιάσει αρκετά plays για το Langdon) ο "La Bomba" μπορεί ανά πάσα στιγμή να "καθαρίσει" οποιοδήποτε ματς από τη γραμμή του τριπόντου και γι' αυτό (και για τους άλλους σουτέρ των Καταλανών) σπουδαίο ρόλο θα παίξει από τη μία η αποτελεσματικότητα των screens των ψηλών της Barca και από την άλλη η άμυνα μακριά από την μπάλα της CSKA. Παίκτης-κλειδί σε αυτό το κομμάτι θα είναι ο αμυντικά ευέλικτος Viktor Khryapa, που είτε σε καταστάσεις 1-on-1 είτε κλείνοντας "κενά" στη ρακέτα μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Κοντά στο καλάθι, όπως ανέφερα και πριν, αναμένεται να λάβουν χώρα επικές μάχες. Η Barcelona έχει το σχετικό πλεονέκτημα, διαθέτοντας παίκτες κάθε στιλ: αθλητικούς αμυντικούς (Vazquez, N'Dong), μεθοδικούς low-post scorers (Lorbek) και περιφερειακούς σουτέρ (Morris). Η CSKA έχει και αυτή ευέλικτα ελαφριά 4άρια (Khryapa, Vorontsevich), όμως θα χαρακτήριζα τους centers της (Kaun, Mensah-Bonsu, Sokolov) δυνατούς μεν, ασταθείς δε.

Εν κατακλείδι, ελπίζουμε να παρακολουθήσουμε δύο απολαυστικά ματς ανεξαρτήτως αποτελέσματος και βεβαίως έναν τελικό την Κυριακή αντάξιο της σπουδαιότητας ενός Final 4!

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Η Δύση της (α)βεβαιότητας



Για απορίες σχετικά με τα προχωρημένα στατιστικά που χρησιμοποιούμε δείτε τον οδηγό εδώ.

Η Δυτική περιφέρεια του NBA για άλλη μία χρονιά ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μας για σειρές με μεγάλα και αμφίρροπα ματς. Όλα τα matchups του 1ου γύρου κρίθηκαν σε 6 παιχνίδια, κάτι που μας προϊδεάζει για ακόμα μεγαλύτερες "μάχες" στη συνέχεια. Ας δούμε λοιπόν τι έχει συμβεί μέχρι τώρα στο ανταγωνιστικότερο εκ των δύο μισών του NBA.

Ξεκινάω φυσικά από την τεράστια έκπληξη που "ψηνόταν" αλλά δεν υλοποιήθηκε. Οι Thunder πήραν, παίζοντας εμπνευσμένο και παθιασμένο μπάσκετ, τις δύο εντός έδρας νίκες που είχαμε προβλέψει ότι θα έπαιρναν από τους Lakers, κατάφεραν να φτάσουν τους πρωταθλητές κοντά στα όριά τους και να τους κάνουν να ανησυχήσουν σοβαρά, όμως τελικά υπέκυψαν στο 6ο ματς εξαιτίας μίας στιγμής απειρίας και αδράνειας.

Αναφέρομαι βέβαια στο νικητήριο επιθετικό rebound και tip-in του Gasol, που προήλθε από τη σωστή τοποθέτηση του μεγάλου Ισπανού αλλά και από την απαράδεκτη σε τέτοιο χρονικό σημείο αντίδραση και έλλειψη box-out από τους Ibaka και Collison μετά το άστοχο σουτ του Kobe. Ήταν ένα αποκαρδιωτικό και ανάξιο θα έλεγε κανείς τέλος σε μία επική μάχη απέναντι στο "Γολιάθ" για τους ελπιδοφόρους παίκτες, τον ικανό προπονητή και τους φανταστικούς οπαδούς της Oklahoma City.

Προφανώς η ατυχής αυτή τελευταία φάση δε γίνεται να αμαυρώσει την αξιοθαύμαστη (δεδομένης της ηλικίας των παικτών της) και ηγεμονική απόδοση που έπιασε κατά στιγμές αυτή η ομάδα, με αποκορύφωμα την πραγματική ισοπέδωση των Lakers στο 4ο ματς. Εν τέλει, όμως, για να κερδίσεις μία σειρά με μειονέκτημα έδρας θα πρέπει να κερδίσεις στην έδρα του αντιπάλου και οι Thunder πλησίασαν σε αυτό το επίτευγμα μόνο στο 2ο ματς, τότε που τα πολλά χαμένα αμυντικά rebounds και μία υποδειγματική άμυνα του Artest στο τελευταίο σουτ του Kevin Durant έδωσαν το καθησυχαστικό προβάδισμα με 2-0 στην ομάδα του Phil Jackson. Ίσως και εκεί να κρίθηκε τελικά η σειρά, αφού το να κερδίσεις τέτοιας ποιότητας ομάδα 4 φορές σε 5 ματς είναι πάρα πολύ δύσκολη αποστολή, όσο εκκωφαντικό κοινό κι αν διαθέτεις.

Ο Durant υπήρξαν στιγμές που πήρε την ομάδα του από το χέρι και μόστραρε αυτή τη στόφα του μεγάλου παίκτη και του αυριανού MVP, όμως μία ψύχραιμη ματιά στα επιτεύγματά του καθόλη τη διάρκεια της σειράς φανερώνει ότι δεν πέρασε και τα πιο αποδοτικά βράδια του. Πολλές λανθασμένες επιλογές, πολλά βιαστικά σουτ αντί οργανωμένων και πιο σίγουρων επιθέσεων κατέδειξαν τη σχετική έλλειψη αυτού που θα μπορούσα να αποκαλέσω "μπασκετικό IQ μεγάλων παιχνιδιών". Ο KD έχει βέβαια όλο το μέλλον μπροστά του και θα συμμετάσχει σε πάρα πολλά ακόμα playoff series, αλλά το γεγονός παραμένει ότι με eFG 39% από το νο. 1 παίκτη σου δύσκολα μπαίνεις 2ο γύρο. Θετικό πάντως το ότι, αν συμπεριλάβουμε την ικανότητά του στο να κερδίζει fouls και βολές, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει σε 50% TS%.

Αυτός που τελικά αποδείχθηκε ο πιο αποδοτικός παίκτης της Oklahoma City ήταν ο Westbrook, που όπως αναμενόταν έκανε "πάρτι" απέναντι σε Fisher και τους λοιπούς point guards των Lakers, χάρη στο εκρηκτικό πρώτο βήμα αλλά και το extra
όπλο" του, το φοβερά βελτιωμένο midrange pull-up jumpshot. Μόνο όταν ανέλαβε τη φύλαξή του ο Kobe στο 5ο ματς κατάφεραν οι Lakers να τον περιορίσουν. Έτσι ενώ ο "Russ" είχε μέχρι το 4ο ματς συνολικά 6 λάθη, στο 5ο υπέπεσε σε 8, συντελώντας άθελά του στην εύκολη και ψυχολογικά πολύτιμη νίκη των πρωταθλητών.

Των πρωταθλητών οι οποίοι κατακρίθηκαν, όπως άλλωστε κάθε χρόνο, για έλλειψη συγκέντρωσης και σκληρής προσπάθειας στα πρώτα παιχνίδια των playoffs. Παρότι ήταν εμφανές ότι στη frontline είχαν τεράστιο πλεονέκτημα έναντι της OKC, η μπάλα, με ευθύνη μεταξύ άλλων και του Kobe, δεν περνούσε όσο θα έπρεπε κοντά στη ρακέτα όπου ο Gasol ήταν φοβερά αποτελεσματικός. Στην ήττα του Game 3 ο Kobe το παράκανε έχοντας 35.2% Usage Rate και μόλις 85 Offensive Rating, ενώ ο Gasol 17% και 134 αντίστοιχα. Στο σημαντικό Game 5 ο Pau ανέλαβε περισσότερες πρωτοβουλίες από ποτέ και συνεπώς χάρισε τη νίκη στους Lakers (29.5% και 146!), για να παραχωρήσει (μέχρι και πριν την τελευταία φάση) το σκηνικό στο τελευταίο παιχνίδι στον αποφασισμένο Kobe, που έκανε το ματς καθαρά προσωπική υπόθεση (44.1% Usage Rate και 16 από τους 23 πόντους του L.A. στο 3ο δωδεκάλεπτο), προσθέτοντάς το στην τροπαιοθήκη των μεγάλων εμφανίσεών του στα playoffs.


Οι Four Factors επιβεβαιώνουν ότι συνοπτικά οι Thunder πάλεψαν σχεδόν στα ίσια, με τα μέτρια ποσοστά τους στα σουτ να αντισταθμίζονται μερικώς από τους πολλούς πόντους που έπαιρναν ελέω Durant από τη γραμμή των βολών.

Οι Mavericks για μία ακόμη postseason απογοήτευσαν, παρά τα ενθαρρυντικότατα σημεία που είχαν δώσει στην κανονική περίοδο. Χάνοντας από τους Spurs με 4-2, η φετινή ομάδα (στην οποία πίστευα αρκετά) διατήρησε το χαρακτήρα loser που τη διακρίνει, βυθίζοντας στην απελπισία τον Cuban που δεν μπορεί πια με τίποτα να δει άσπρη μέρα.

Φυσικά δεν αποκλείστηκαν από τον οποιονδήποτε, αλλά από μία ομάδα με "ηλικιωμένο" μεν αλλά σταθερότατο και συνεπέστατο δε κορμό (Popovich, Duncan, Manu, Parker), ο οποίος παίζει πολλά χρόνια μαζί και έχει αποδείξει ότι στις κρίσιμες στιγμές προελαύνει λόγω εμπειρίας και συνοχής στο παιχνίδι του. Φέτος, όμως, δεν ήταν μόνοι τους, όπως πέρσι.

Απεναντίας, το San Antonio ανέδειξε στον 1ο γύρο "δευτερεύουσες" μονάδες με καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη της σειράς. Πρώτος ανάμεσά τους, φυσικά, ο εκπληκτικός George Hill που με την ταχύτητα, τη μη χαρακτηριστική για την ηλικία του ωριμότητα (μόλις 5.3% turnover%) και τα τρίποντα-μαχαιριές του από τις γωνίες απέδειξε με εμφατικότατο τρόπο ότι είναι από τους καλύτερους δευτεροετείς του NBA και ότι τον περιμένει μία μακρόχρονη καριέρα υπό την προστασία του Popovich, ο οποίος παρεμπιπτόντως έκανε συνολικά άριστη δουλειά, προβάλλοντας ορθώς τον έλεγχο του ρυθμού του αγώνα ως "κλειδί" για τη νίκη (93.2 μέσο Pace στις 2 νίκες των Mavs, 85 στις 4 νίκες των Spurs).

Ειδική μνεία αξίζει και στους Blair και Jefferson που βοήθησαν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Dejuan "Bear" εξάσκησε άριστα την ειδικότητά του (συγκέντρωσε το εκπληκτικό 28.9% offensive rebound%, που οφείλεται εν μέρει στις "κοντές" 5άδες στις οποίες έπαιζε αλλά κυρίως στο εκπληκτικό του timing), ενώ ο RJ διήγε θα έλεγα μία θετική σειρά όντας οικονομικός στην επίθεση, με 13.2% Usage Rate και 61.8% TS%, και εκνευρίζοντας κατά διαστήματα με αποτελεσματική άμυνα τον Butler.

Όσον αφορά στους "Big 3", ο Duncan είχε εξαιρετική απόδοση στα πρώτα ματς και παρά τα σημάδια παρακμής που είχε δείξει τελευταία αποτέλεσε για ένα ακόμα playoff series (με τη "βοήθεια" των μετριότατων Haywood και Dampier) το απόλυτο βαρόμετρο της ομάδας σε άμυνα και επίθεση. Η παρακάτω εικόνα δίνει μία γεύση της επίδρασής του στη σειρά.


Ο Ginobili ήταν ο παλιός καλός Manu και με τα drives του δημιουργούσε πολλά προβλήματα στους Mavs, εφόσον κανένας από τους αμυντικούς τους δεν μπορούσε να τον σταματήσει (μερίδιο ευθύνης έχει εδώ και ο Carlisle που δεν αναπροσάρμοσε επιτυχώς την ομαδική άμυνα), δείχοντας πόσο είχε λείψει από τους Spurs στο αντίστοιχο περσινό meeting με το Dallas. Από την άλλη ο Parker συμβιβάστηκε αλτρουιστικά με το ρόλο του 6ου παίκτη και συνέβαλε τα μέγιστα στο αποφασιστικό σερί της τελευταίας περιόδου του 6ου ματς με μερικά δύσκολα midrange καλάθια.

Για το Dallas οι μεγάλες εμφανίσεις του Dirk δεν έφτασαν, καθώς δεν πήρε τη συνολική βοήθεια που ζητούσε από τους συμπαίκτες του. Ο Butler ήταν ασταθής και με τάση να σουτάρει αδιακρίτως (101 Offensive Rating σε 29.2% Usage Rate είναι μετριότατο έως κακό, ειδικά αν συγκριθεί με το 130 σε 27% του Nowitzki), ο Kidd ήταν μέτριος και με ενίοτε κακές αντιδράσεις απέναντι στους γρήγορους guards των Spurs και ο Marion ήταν απλά κακός.

Τέλος, καταλογίζεται ως μεγάλο λάθος στον Carlisle το ότι "ξέχασε" για μεγάλο μέρος του 4ου δωδεκαλέπτου του τελευταίου παιχνιδιού στον πάγκο τον Beaubois, ο οποίος είχε προβληματίσει προηγουμένως πάρα πολύ με την ταχύτητά του το San Antonio. Η πολλά υποσχόμενη απόδοση του PG από τη Γουαδελούπη είναι το μόνο που θα θέλουν να κρατήσουν οι Mavs από αυτή τη σειρά, η ατυχής κατάληξη της οποίας έθεσε το μέλλον του Dirk Nowitzki στο Dallas εν αμφιβόλω (αν και προσωπικά θεωρώ ότι δύσκολα θα επιλέξει να γίνει free agent το καλοκαίρι ο Γερμανός).

Άλλη μία ομάδα που απογοήτευσε και δε δικαίωσε ούτε στο ελάχιστο τις προσδοκίες περί (μεταξύ άλλων) δυνητικών "Lakers killers" ήταν οι Nuggets. Δικαιολογίες υπάρχουν ελαχιστότατες για τον αποκλεισμό από τους Jazz, που αγωνίζονταν με μείον 2 βασικούς παίκτες Jazz και με μειονέκτημα έδρας.

Όλα τα ματς αυτής της σειράς ήταν θεαματικά, γεμάτα ένταση, ενδιαφέρον και άφθονο "ξύλο". Για του λόγου το αληθές, το μέσο Pace της σειράς ήταν 96 και σε κάθε ματς εκτελούνταν σχεδόν 75 (!) βολές. Σε ματς τέτοιων "άγριων" συνθηκών τη διαφορά κάνει συχνότατα ο καλύτερος PG του γηπέδου, και σε αυτό το matchup καλύτερος αποδείχθηκε ο Deron Williams.

Ο D-Will επικράτησε κατά κράτος και πέρα από κάθε αμφιβολία του Billups, ανελισσόμενος σιγά-σιγά όλο και ψηλότερα (ενδεχομένως και στην κορυφή) συγκριτικά με τους άλλους κορυφαίους point guards του πλανήτη. Στον 1ο γύρο ο Deron ήταν πολυδιάστατος, ταχύτατος και δεινός εκτελεστής, κυρίως όμως δημιουργούσε συνεχώς "ρήγματα" στην άμυνα των Nuggets μέσω των διαπεραστικών και ευφυέστατων πασών του. Για να πάρετε μία ιδέα του πόσο πιο ευρεία και δημιουργική κατανομή πασών επέδειξε ο Williams σε σχέση με τον Billups (και ταυτόχρονα πόσο πιο πολυδιάστατοι και "έτοιμοι" επιθετικά αποδείχτηκαν οι συμπαίκτες του) δείτε το παρακάτω γράφημα.


Ουσιαστικά, πάντως, θεωρώ ότι το Denver έχασε τη σειρά αυτή πάνω απ' όλα εξαιτίας της φοβερά πεσμένης ψυχολογίας και έλλειψης καθοδήγησης λόγω της απουσίας του George Karl που μάχεται τον καρκίνο. Ο Adrian Dantley αποδείχθηκε ανεπαρκής, ανέτοιμος και πολλές φορές σαστισμένος, αφού πριν από αυτήν τη σειρά δεν είχε διατελέσει ποτέ head coach σε οποιοδήποτε επίπεδο. Η έλλειψη συνοχής φαινόταν ξεκάθαρα στα σερί που δεχόταν η ομάδα, αφού σπανίως κατάφερνε (ή επιχειρούσε ακόμα) να ελέγξει το ρυθμό.

Ο Anthony παραπονέθηκε κατά τη διάρκεια της σειράς ότι δεν είχε βοήθεια από τους συμπαίκτες του στην επίθεση, αφού πέραν του Billups και εν μέρει του Afflalo κανείς δε στάθηκε συνολικά στο ύψος των περιστάσεων. Ειδικά ο J.R. Smith θα θέλει σίγουρα να ξεχάσει τα φετινά playoffs όσο πιο γρήγορα γίνεται, αφού σε ελάχιστα σημεία φαινόταν να παίζει ομαδικά και με υπερβάλλοντα ζήλο, στοιχεία απαραίτητα για τη μακροημέρευση στην postseason, αλλά και για να κερδίσει κανείς το σταθερό σεβασμό των συμπαικτών του.

Εξάλλου το Denver θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη αν τροφοδοτούνταν περισσότερο ο Nene πριν τραυματιστεί. Ο Βραζιλιάνος center είχε Usage Rate μόλις 12.8% και Offensive Rating 132, όμως από τη μία το βασισμένο κατά μεγάλο ποσοστό στους περιφερειακούς παιχνίδι των Nuggets και από την άλλη η πολύ καλή αμυντική συμπεριφορά του Fesenko τον κατέστησαν σχετικά αμέτοχο επιθετικά.

Μαζί με τον Ουκρανό οι Boozer και Millsap κάλυψαν και με το παραπάνω το κενό του Okur, βοηθώντας τα μέγιστα στα rebounds και στο σκοράρισμα κοντά στο καλάθι. Εκτός αυτών ο Boozer σκόραρε με συνέπεια από μεσαία απόσταση μετά από catch-n-shoot και pick-n-pop plays, εκμεταλλευόμενος την απροθυμία των ψηλών του Denver να τον ακολουθήσουν μακριά από τη ρακέτα. Άξιοι συμπαραστάτες του στα "φτερά" οι Miles και Matthews, με τον δεύτερο να αναδεικνύεται ίσως ο καλύτερος undrafted rookie της χρονιάς.

Η Utah θα αντιμετωπίσει λοιπόν για τρίτη σερί χρονιά τους Lakers στα playoffs, με την αποστολή της βέβαια να προμηνύεται ιδιαίτερα δύσκολη. Ήδη από χθες βρίσκεται στο 0-1, όμως αν καταφέρει να κάνει το break στο 2ο ματς (όπως έδειξε από το 1ο ότι είναι ικανή να κάνει) τότε η ισχυρή της έδρα θα της επιτρέψει να έχει πολλές πιθανότητες για την πρόκριση.

Οι Suns δυσκολεύτηκαν περισσότερο απ' όσο περίμεναν από τους Blazers. Το Portland έκανε την έκπληξη στο πρώτο παιχνίδι, βάζοντας σοβαρότατη υποψηφιότητα για μία πιθανή πρόκριση-έκπληξη, όμως τελικά ο κατά τεκμήριο ισχυρότερος επικράτησε, όπως άλλωστε γίνεται σχεδόν πάντα σε σειρές best-of-7.

Το Phoenix έδειξε χαρακτήρα μεγάλης ομάδας και ταυτόχρονα ωρίμανσης σε σχέση με περασμένα έτη, αφού δεν πανικοβλήθηκε στο ελάχιστο από την απρόσμενη ήττα στο πρώτο ματς. Αντ' αυτού, αναδιοργανώθηκε, έπαιξε πιο συγκεντρωμένα και αποτελεσματικά και γρήγορα έδρεψε τους καρπούς με εμφατικές νίκες στα 2 επόμενα παιχνίδια. Κάποια κενά διαστήματα σε συνδυασμό με την επιστροφή του Roy που ενέπνευσε συμπαίκτες και οπαδούς στο Portland έφεραν τη σειρά στο 2-2 στο γυρισμό για το Phoenix, όμως στους 2 τελευταίους αγώνες οι Suns έκαναν αυτά που έπρεπε (μεταξύ άλλων ένα ταχύτατο comeback στο 1ο δωδεκάλεπτο του 5ου ματς) για να προχωρήσουν στο 2ο γύρο.

Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο αυτής της σειράς ήταν ότι οι Suns απέδειξαν ότι μπορούν να κρατούν την επιθετική παραγωγή τους σε υψηλότατα επίπεδα ακόμα και όταν συμμετέχουν σε ματς χαμηλού ρυθμού, τον οποίο προσπαθούσαν κατά βάσει να επιβάλλουν οι Blazers, η πιο "αργή" ομάδα του NBA. Συγκεκριμένα, παρότι η σειρά παίχτηκε σε μέσο Pace 87.3 (από το 95.3 που έπαιζε το Phoenix στη regular season), οι Suns όχι μόνο δε δυσκολεύτηκαν και δεν "κόλλησαν" επιθετικά, αλλά ανέβασαν το Offensive Rating τους, το οποίο ήδη ήταν το καλύτερο στο NBA, κατά 3 μονάδες! Αυτό ίσως να μη λέει βέβαια πάρα πολλά σε ένα γενικότερο και μακροπρόθεσμο πλαίσιο, δεδομένου ότι επετεύχθη έναντι των αποδεκατισμένων και μέτριων αμυντικά Blazers, όμως δείχνει ότι αν μη τι άλλο η ομάδα του Alvin Gentry είναι πλέον ευπροσάρμοστη σε συνθήκες playoffs και είναι ικανή να αντιμετωπίσει κάθε αντίπαλο στο "παιχνίδι" του.

Μία άλλη παρατήρηση που με κάνει να έχω πίστη στο Phoenix ενόψει της συνέχειας είναι η εξαιρετική του help defense που "έκλεινε" τη ρακέτα σε κρίσιμα χρονικά σημεία της σειράς. Η σωστή αμυντική τοποθέτηση (περιμετρικά του "ζωγραφιστού") όλων των παικτών αφαιρούσε συχνότατα την προοπτική για drives από τους παίκτες του McMillan, οι οποίοι (κυρίως οι Miller, Roy και Bayless, που βρίσκονταν κατά διαστήματα ταυτόχρονα στο παρκέ) επιδίδονταν σε δύσκολες isolation προσπάθειες, μην μπορώντας να βρουν σταθερό σκοράρισμα. Μένει να δούμε αν οι Suns θα έχουν τα ίδια θετικά αμυντικά αποτελέσματα και απέναντι στους Spurs, μία ομάδα με σαφώς περισσότερες επιθετικές απειλές.

MVP του "ζευγαριού" ήταν αναμφισβήτητα ο Jason Richardson. Αφού ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα αμυντικά από τον Andre Miller στο 1ο ματς, η φύλαξη του 'Dre ανατέθηκε (επιτυχώς όπως αποδείχθηκε από τη δυστοκία του στα επόμενα παιχνίδια) για τη συνέχεια στον έμπειρο Grant Hill, απελευθερώνοντας έτσι τον J-Rich στην επίθεση, όπου σκόραρε με αξιοθαύμαστη συνέπεια οποτεδήποτε έβρισκε χώρο και χρόνο να εκτελέσει είτε από την περιφέρεια (8 τρίποντα στο 3ο ματς) είτε κοντά στο καλάθι (χάρη στις 2 καθοριστικές assists του Amare και τα κάκιστα rotations των Blazers στην 4η περίοδο του τελευταίου παιχνιδιού). Δε θέλω να τον χαρακτηρίσω πρόωρα "αναγεννημένο", όμως ο Richardson βάζει υποψηφιότητα για να προξενήσει σημαντικές "ζημιές" (και) στους Spurs.

Από κοντά και οι Nash και Stoudemire, με τον πρώτο να πρέπει να προσέξει λίγο τα πολλά λάθη του, αφού οι Spurs δεν χαρακτηρίζονται από τη διάθεση συγχώρεσης που φανέρωσαν οι Blazers. Εξάλλου, θεωρώ ότι ένας από τους "X-factors" για τη σύγκρουση με το San Antonio θα είναι ο Goran Dragic, για τον οποίο ο Gentry σίγουρα θα εύχεται (και θα σκέφτεται ήδη αμυντικά tricks για) να μην αποτελέσει βορά στις ορέξεις των George Hill και Parker.


Όσο για το Portland; Σίγουρα δεν αισθάνεται απογοήτευση από τον αποκλεισμό, λόγω των ειδικών και δύσκολων συνθηκών της φετινής σεζόν του. Χαρακτηριστικά, ο τραυματισμός και η εμφανής ανετοιμότητα έκαναν το Roy να κατρακυλήσει στο τραγικό 33.3% eFG, το χειρότερο της ομάδας. Παρόλα αυτά, η ομάδα εισέρχεται στην offseason έχοντας πολλά θέματα να διευθετήσει, όπως το διοικητικό χάος (κανείς δεν ξέρει αν ο GM Kevin Pritchard θα μείνει ή θα φύγει) και τα συνεχιζόμενα παράπονα του Rudy, ο οποίος βέβαια δεν εκμεταλλεύτηκε τον αυξημένο χρόνο συμμετοχής που έλαβε στα playoffs.

Για τις 8 εναπομένουσες ομάδες η δράση συνεχίζεται αμείωτη. Περιμένουμε μεγάλα ματς και ει δυνατόν ακόμα περισσότερες εκπλήξεις στη συνέχεια!