Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Run-N-Gun Euroleague All-Decade Tournament


Θέλαμε να συνδυάσουμε δύο μεγάλα μπασκετικά γεγονότα: το επερχόμενο και πάντα συναρπαστικό NCAA Tournament και την επίσημη ψηφοφορία για την All-Decade Euroleague Team, που "τρέχει" εδώ και κάμποσο καιρό. Έτσι λοιπόν δημιουργήσαμε το RnG Euroleague All-Decade Tournament!

Όπως θα καταλάβετε και από το παρακάτω διάγραμμα του εικονικού αυτού τουρνουά, πήραμε τους 50 παίκτες που έχει προκρίνει η επίσημη Euroleague και μέσω κλήρωσης βγάλαμε ζευγάρια. Για κάθε 1-on-1 "σύγκρουση" ένας συντελεστής (τυχαίος κάθε φορά) του RnG θα παρουσιάζει τους 2 παίκτες και θα κρίνει το νικητή (σε μερικά matchups μπορεί να γράφει ο 1ος συντελεστής για τον έναν παίκτη και ο 2ος για τον άλλο, για να έχουμε και πιο ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση γνωμών!). Σημειώνουμε ότι οι συγκρίσεις και οι αντιπαραθέσεις δε δύνανται να έχουν απόλυτο χαρακτήρα (εφόσον η Euroleague δεν κατηγοριοποίησε ανά θέση τους παίκτες) και γίνονται περισσότερο για ψυχαγωγικούς σκοπούς και για να αποτιμήσουμε την επίδραση και το τι μας "άφησαν" ουσιαστικά αυτοί οι παίκτες-θρύλοι.

Αυτό το post θα ανανεώνεται κάθε φορά που θα γίνεται μία σύγκριση και θα "προχωρά" το τουρνουά, οπότε καλά θα κάνετε να το επισκέπτεστε συχνότατα! Το link του post θα τοποθετηθεί στη sidebar για εύκολη και γρήγορη πρόσβαση.

UPDATE: Σε κάθε matchup θα προστίθεται poll, έτσι ώστε να σας δίνεται και η ευκαιρία να κάνετε τη δική σας επιλογή και να μπορούμε έτσι να συγκρίνουμε τη δική μας οπτική με τη δική σας!

Ελπίζουμε να σας αρέσει η όλη ιδέα και η υλοποίησή της!

(Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για να τη δείτε στην πλήρη ανάλυσή της.)


-----------------------------------------------------------------------

1ος Γύρος

----------------------------------

L. Bullock vs. P. Prigioni

Bullock: Εξαιρετικός σουτέρ με πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο του scorer, ο Bullock είναι εδώ και μία 8ετία ένας από τους επιθετικούς ηγέτες σημαντικών ισπανικών ομάδων (Malaga και Real). Μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση και με οποιοδήποτε τρόπο (στατικός ή από ντρίμπλα). Με την μπάλα στα χέρια έχει την ευχέρια να κατευθυνθεί οπουδήποτε στο παρκέ, λόγω του πολύ καλού χειρισμού που διαθέτει. "Γεμίζει" εδώ και χρόνια με πόντους τα ισπανικά και ευρωπαϊκά καλάθια, με το μικρό ύψος και μέγεθός του να αποδεικνύονται, αντί για εμπόδιο, προτέρημα (λόγω της ευελιξίας και της ευκινησίας) στη σταδιοδρομία του ως shooting guard. Αμυντικά είναι ελαφρά ζημιογόνος, εφόσον προκαλεί συχνότατα mis-matches με ψηλούς αντίπαλους SG's.

Prigioni: Ένας (όσο κλισέ και αν ακούγεται) playmaker-computer, ένας floor general, που μπορεί να καθοδηγήσει με μαεστρία την επίθεση οποιασδήποτε ομάδας και ανά πάσα στιγμή οι πιθανότητες "λένε" ότι θα κάνει τη σωστή επιλογή για την ομάδα του στο παρκέ. Ιδιαίτερα αξιόπιστος σουτέρ, άριστος πασέρ, ικανότατος αμυντικός. Βρίσκεται εδώ και μία δεκαετία στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, ωθώντας (μέσω της επιτυχίας της θητείας του στην Tau) τον Messina να του αναθέσει, σε ηλικία, 35 χρονών τη θέση του βασικού PG της ιδιαίτερα φιλόδοξης φετινής Real.

Σύγκριση: Αμερικανοί "δυάρια"-scorers σαν τον Bullock υπάρχουν αρκετοί και στην Ευρώπη και στο NBA, όμως point guards με την ψυχραιμία, την "οικονομία", την επαγγελματικότητα και την οξυδέρκεια του Prigioni είναι δυσεύρετοι όχι μόνο στο ευρωπαϊκό, αλλά και το παγκόσμιο επίπεδο.

Νικητής: Prigioni

(by Β.Α.)


----------------------------------

T. Beard vs. Α. Φώτσης

Beard: Ένας πολύ δυνατός power-forward center, ο Tanoka μάζευε με χαρακτηριστική άνεση rebounds στα χρόνια της ακμής του με τη Zalgiris. Πολύ αποτελεσματικός inside scorer, εκμεταλλευόταν άριστα τον πολύ δυνατό κορμό του για να κερδίζει τις μάχες κάτω από τα καλάθια. Ήταν ο ηγέτης μίας καρπερής εποχής της Zalgiris κατά την οποία βρέθηκαν μία ανάσα (ή αλλιώς ένα μεγάλο τρίποντο του Sharp) από το Final 4 του 2004.

Φώτσης: Όσα ομαδικά επιτεύγματα και αν έχει συγκεντρώσει στην καριέρα του (εγχώρια πρωταθλήματα, Euroleague, διακρίσεις με την Εθνική ομάδα), ο Φώτσης θα παραμείνει για πάντα ένα μεγάλο "αν". Δεδομένων των προσόντων που επιδείκνυε σε νεαρή ηλικία, οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί ήταν τεράστιες, καθώς επρόκειτο για έναν αθλητικότατο forward, ικανότατο στα rebounds και στο περιφερειακό σουτ. Με άλλα λόγια, διέθετε την απαραίτητη "πρώτη ύλη" σε αφθονία και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει τρόπο να την κατεργαστεί ώστε να προκύψει κάτι πραγματικά σπουδαίο (κάτι στο επίπεδο του Ginobili, ας πούμε). Αυτό δεν έγινε ποτέ, όμως αν κοιτάξουμε την Euroleague πορεία του Φώτση σε Παναθηναϊκό, Real Madrid και Dynamo Moscow θα δούμε ότι αγωνίστηκε με σταθερή σχετικά επιτυχία στην ευρωπαϊκή ελίτ για 4 συνολικά χρόνια, άσχετα αν πλέον έχει μετεξελιχθεί λίγο-πολύ σε έναν πολύτιμο ρολίστα.

Σύγκριση: Δύσκολη η επιλογή, όμως θα προτιμήσουμε τον Beard, με το σκεπτικό ότι έχει στο παλμαρέ του περισσότερες "δυνατές" Euroleague seasons από το Φώτση.

Νικητής: Beard

(by Β.Α.)


----------------------------------

R. Siskauskas vs. I. Kutluay

Siskauskas: Αντιγράφω από παλαιότερο άρθρο: "Προσωπικά, σε πολλά σημεία μου θυμίζει τον Bodiroga. Είναι αργός, με πολύ χαμηλό άλμα, όχι πολύ δυνατός, αλλά είναι σκανδαλωδώς αποτελεσματικός. Έχει πολύ μεγάλο basketball IQ, μπορεί να διακρίνει εύκολα ένα καλών από ένα κακών προϋποθέσεων σουτ και μπορεί να διαβάσει στιγμιαία τη συμπεριφορά της άμυνας και να πράξει αναλόγως. Έχει άριστο ball-handling για το ύψος του και φαρμακερό σουτ. Παίζει πάντα σκληρά και μαχητικά και φέρνει εις πέρας οποιαδήποτε οδηγία του αναθέσει ο προπονητής του, χωρίς (συνήθως) να εκβιάζει προσπάθειες και να δίνει την εντύπωση ότι παίζει για τον εαυτό του. Έχει πολύ καλή πάσα, ενώ στην άμυνα έχει τις περισσότερες φορές σωστές αντιδράσεις. Στην προσωπική άμυνα όμως χάνει πολλούς πόντους, ειδικά απέναντι σε ψηλότερους και αθλητικότερους forwards ή guards." Σε αυτά πρσθέστε και το ότι είναι παίκτης για τις μεγάλες στιγμές και γεννημένος νικητής. Σε αναλογικά μικρή Euroleague καριέρα έχει αποκομίσει πολλές ομαδικές και ατομικές διακρίσεις.

Kutluay: Όταν σκεφτόμαστε αυτόν τον παίκτη ένα πράγμα μας έρχεται στο μυαλό: το περιφερειακό του σουτ. Αυτό τελειοποίησε και σε αυτό βασίστηκε για να κάνει καριέρα, έχοντας πολύ καλή κίνηση μακριά από την μπάλα, που του επέτρεπε να ελευθερώνεται εύκολα για ένα καλών προϋποθέσεων τρίποντο. Επιπροσθέτως, μπορούσε να εκτελέσει και μετά από ντρίμπλα σε 1-on-1 καταστάσεις εκμεταλλευόμενος την ταχύτητά του, ενώ υπό τον Obradovic είχε γίνει και αξιόπιστος αμυντικός. Συνέχισε να βάζει αρκετούς πόντους και στα τελευταία του χρόνια με την Ulker. Κορυφαία του στιγμή η συμβολή του στην επική ανατροπή του ΠαναθηναΙκού στην Μπολόνια το 2002.

Σύγκριση: Περισσότερα χρόνια ο Kutluay στην Euroleague, αλλά μεγαλύτερες επιτυχίες και γενικότερα μεγαλύτερη επίδραση στο παρκέ ο Siskauskas.

Νικητής: Siskauskas

(by Β.Α.)


----------------------------------

Μ. Κακιούζης vs. T. McIntyre

Κακιούζης: Ιδιαίτερα έξυπνος παίκτης, ήξερε να βάζει σωστά το σώμα του κοντά στο καλάθι έτσι ώστε να ισοσκελίζει την απουσία αθλητικών προσόντων και δυνατού κορμιού. Ευέλικτο "4άρι", πολύ γρήγορος στα lay-ins κοντά στο καλάθι, ενώ κινούταν με ευκολία και έξω από τα 6.25 μ., απ' όπου τιμωρούσε σταθερά τους βαρείς PF's που δεν προλάβαιναν να τον ακολουθήσουν. Η άμυνα και τα rebounds δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Παρόλα αυτά, έπαιξε επί 9 συνεχόμενα χρόνια σε υψηλότατο ευρωπαϊκό επίπεδο και σε σημαντικές ομάδες. Στην αρχή της καριέρας του ήταν "αστέρι" και σκόρερ στην ΑΕΚ, ενώ αργότερα μετατράπηκε σε πολύτιμο ρολίστα στις Siena και Barcelona, καταφέρνοντας να μένει συνεχώς στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

McIntyre: Εκρηκτικός point guard, με εκπληκτική (επιπέδου streetball) επιδεξιότητα και ταχύτητα στην ντρίμπλα. Αποτελεσματικότατος στο 1-on-1, μπορεί με την ίδια ευχέρεια να επιχειρήσει ταχύτατο drive ή να κάνει το stepback και να εκτελέσει τρίποντο. Συχνά παρασύρεται από το ρυθμό του παιχνιδιού και υποπίπτει σε λάθη και βεβιασμένες προσπάθειες και επιχειρεί τραβηγμένα σουτ, όμως οι στιγμές "διαύγειάς" του αρκούν για να "γείρουν" οποιοδήποτε παιχνίδι υπέρ της ομάδας του.

Σύγκριση: Ο McIntyre έχει ανεβάσει πολλά επίπεδα τη Siena, όμως έχει αγωνιστεί μόλις 2 πλήρεις σεζόν στην Euroleague, ενώ ο Κακιούζης έχει να επιδείξει μία λιγότερο εκρηκτική αλλά πολύ μακρύτερη καριέρα στη διοργάνωση.

Νικητής: Κακιούζης

(by Β.Α.)


----------------------------------

A. Nocioni vs. A. Sabonis

Nocioni: Πριν εγκατασταθεί μόνιμα στο NBA, ο SF/PF Andres είχε ολοκληρώσει μία σχετικά σύντομη αλλά παραγωγική καριέρα στην Euroleague με την Tau. Προτερήματά του αποτελούσαν το δολοφονικό του περιφερειακό σουτ, η ευελιξία του (που του επέτρεπε να βάζει με άνεση την μπάλα στο παρκέ) και το χαρακτηριστικό πάθος και η σκληράδα που επεδείκνυε σε κάθε παιχνίδι, βουτώντας για διεκδικούμενες μπάλες και παίζοντας δυνατή και σκληρή άμυνα. Με λίγα λόγια, ήταν με άνεση μεταξύ των καλύτερων forwards στην Ευρώπη και μικρή αμφιβολία υπάρχει για το ότι θα ήταν μέχρι και σήμερα στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αν δε μετέβαινε στο NBA.

Sabonis: Όλοι ξέρουμε τι κλάσης παίκτης υπήρξε ο μεγάλος Arvydas. Ένας από τους πιο ταλαντούχους ψηλούς που εμφανίστηκαν ποτέ στο παγκόσμιο μπάσκετ, χάριζε όμορφες φάσεις επί 20+ χρόνια καριέρας σε Ευρώπη και NBA με την φοβερή του αίσθηση για το άθλημα, το απαράμιλλο post παιχνίδι του και τις ιδιοφυείς του πάσες. Γύρισε σε ηλικία 38 ετών για μία τελευταία "χαλαρή" χρονιά με τη Zalgiris και βγήκε MVP της regular season και του Top 16 της Euroleague. Αυτό βέβαια δεν είναι και τόσο κολακευτικό για το επίπεδο των άλλων παικτών στη διοργάνωση, όμως το γεγονός παραμένει ότι ο "Sabas" στα τελειώματά του έκανε "πλάκα" ουσιαστικά με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.

Σύγκριση: Όσο σαρωτικός και αν ήταν ο Sabonis στη μοναδική του χρονιά στην Euroleague, το βρίσκω λίγο άτοπο να του δώσω το πλεονέκτημα έναντι του Nocioni, που αγωνίστηκε για 3 σεζόν στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό "σκαλί" με την Tau και άφησε το στίγμα του και τις 3, σε μία από τις top ομάδες της διοργάνωσης.

Νικητής: Nocioni

(by Β.Α.)


----------------------------------

D. Andersen vs. M. Jaric

Andersen: Ένας από τους πιο επιτυχημένους ψηλούς στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός ότι έχει πάει σε 7 Final Fours με 4 διαφορετικές ομάδες (επίδοση-ρεκόρ) δείχνει την κλάση του. Πρόκειται για έναν παίκτη με προσωπικότητα, που μπορεί να απειλήσει σημαντικά από την περιφέρεια αλλά και με post moves. Οι 3 τίτλοι του και ο πρωτεύων ρόλος που είχε σε όλες τις ομάδες του, τον κατατάσσουν στους κορυφαίους.

Jaric: Μπορεί να αγωνίστηκε μόλις 2 χρόνια στην Euroleague, όμως με την all-around παρουσία του στην Kinder Bologna του Messina άφησε το στίγμα του. Ικανότατος guard που λόγω ύψους (2.01m) μπορούσε να καλύψει αρκετές θέσεις, γεγονός που τον έκανε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο. Το court vision και το shot selection του ήταν εξαιρετικά, όπως άλλωστε και η συμβολή του σε διάφορους τομείς του παιχνιδιού και η οξυδέρκειά του στην άμυνα. Συνέχισε την καριέρα του (όχι και τόσο πετυχημένα) στο ΝΒΑ και επέστρεψε πρόσφατα στη Real ελπίζοντας να αναβιώσει τις στιγμές που έζησε στην Ιταλία, όπου ανακηρύχθηκε και πρωταθλητής Ευρώπης το 2001.

Σύγκριση: Είναι βέβαιο ότι αν ο Jaric είχε μείνει περισσότερο στην Ευρώπη, θα θεωρούταν τώρα ένας από τους καλύτερους παίκτες την τελευταία δεκαετία, καθώς η εξέλιξή του προμηνυόταν εκρηκτική. Οι επιδόσεις και οι διακρίσεις του Andersen στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο, είναι καταλυτικές.

Νικητής: Andersen

(by Μ.Π.)


----------------------------------

M. Smodis vs. J. Garbajosa

Smodis: Ο Σλοβένος ήταν ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους forwards για τη δεκαετία που πέρασε. Η λέξη που τον χαρακτηρίζει απόλυτα είναι μία: ευελιξία. Όσο περνούσαν τα χρόνια και όσο περισσότερες συμμετοχές και διακρίσεις μάζευε στην Euroleague, τόσο περισσότερα στοιχεία προσέθετε στο inside και outside παιχνίδι του, φτάνοντας να αποτελεί την "κολώνα" μίας ομάδας όπως η CSKA του Messina. Στην Kinder Bologna είχε πρωτοεμφανιστεί ως ελαφρύ "τριαροτεσσάρι", ενώ στη συνέχεια αύξησε τον όγκο και τη μυϊκή του δύναμη και μετέφερε το παιχνίδι του πιο κοντά στο καλάθι, παίζοντας συχνότατα με πλάτη και εξελίσσοντας το post ρεπερτόριό του, διατηρώντας όμως πάντα το περιφερειακό σουτ στο "οπλοστάσιό" του. Εκπληκτικό το γεγονός ότι έχει συμμετάσχει σε 7 τελικούς Euroleague σε 9 χρόνια (!), έχοντας σχεδόν σε όλες τις σεζόν του πάνω από 10 πόντους μέσο όρο. Η καριέρα του ενδέχεται να τελειώσει πρόωρα και άδοξα, δεδομένων των σοβαρότατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει τον τελευταίο χρόνο με τη μέση του.

Garbajosa: Άλλος ένας ευέλικτος power forward, ο "Garbo" (όπως τον αποκαλούσαν στο Toronto) επέστρεψε φέτος στην Euroleague με τη Real. Κλασικό ευρωπαϊκό "περιφερειακό" 4άρι, που βασίζεται στο face-up παιχνίδι και είναι συχνότατα τελικός αποδέκτης της μπάλας στα plays των προπονητών του, μιας και το σουτ του από το τρίποντο είναι αλάνθαστο και οι αντίπαλοι ψηλοί ανέκαθεν δυσκολεύονταν να τον ακολουθήσουν μέχρι εκεί. Διακρίνεται για την ταχύτητα της εκτέλεσής του και αρέσκεται να περιμένει στη weak side τις πάσες των συμπαικτών του, ανοίγοντας χώρους για να "δράσει" ο έτερος ψηλός της ομάδας ή για drives των guards. Στην άμυνα ποτέ δεν τον βοήθησε η σχετική έλλειψη αθλητικότητας και εκρηκτικότητας, όμως μέσα από το ομαδικό παιχνίδι έχει συνήθως σωστές αντιδράσεις.

Σύγκριση: Ίσως αν ο Garbajosa δεν είχε επιλέξει το μικρό "διάλειμμα" στο NBA τα δεδομένα της αντιπαράθεσης να ήταν διαφορετικά, όμως με μια συνολική ματιά η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του Smodis, κυρίως λόγω ποσότητας πεπραγμένων. Παρόλα αυτά, το μέλλον αυτή τη στιγμή παρουσιάζεται πιο ευοίωνο για τον Ισπανό...

Νικητής: Smodis

(by Β.Α.)


----------------------------------

S. Becirovic vs. J. Blair

Becirovic: Η Euroleague καριέρα του Sani πέρασε από πολλά στάδια. Ξεκίνησε ως εκπληκτικά ταλαντούχος σκόρερ με κλασική σερβική "ταυτότητα" στην Olimpija και ενώ όλα έδειχναν ότι σύντομα η Ευρώπη θα του υποκλινόταν, ένας σοβαρότατος τραυματισμός τον ανάγκασε να κάνει βήματα πίσω. Παρόλα αυτά επανορθοπόδησε στην Climamio Bologna και μετά στον Παναθηναϊκό, όπου ήταν σημαντική μονάδα και είχε πολύπλευρη προσφορά τη χρονιά του triple crown. Πέρσι και φέτος ήταν ο all-around ηγέτης της Roma και της Olimpija αντίστοιχα και παρακολουθώντας τον βλέπαμε συνεχώς μεγάλη βελτίωση και νέα στοιχεία στο παιχνίδι του. Άλλη μία πολύ καλή χρονιά ίσως τον ξαναφέρει σε μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα.

Blair: Ο Αμερικανός center ήταν ένας θεαματικός αλλά και παραγωγικός ψηλός. Το δυνατό παιχνίδι και η φοβερή του αίσθηση για το rebound τον βοήθησαν να γίνει πολύτιμο εργαλείο και στατιστικό "διαμάντι" για 4 ομάδες στην καριέρα του στην Euroleague. Στην επίθεση ήταν πολύ αποτελεσματικός γύρω από το καλάθι παίρνοντας "καλά" σουτ, τα οποία προέρχονταν συχνά από επιθετικά rebounds. Διέθετε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν "γρήγορα χέρια" (quick hands), έχοντας την ευχέρεια να πιάνει εύκολα τις πάσες των συμπαικτών του, αλλά και να μεταβάλλει την πορεία πολλών αντίπαλων πασών στην άμυνα, συγκεντρώνοντας τον πολύ καλό για ψηλό μέσο όρο των 1.43 κλεψιμάτων ανά παιχνίδι. Μειονέκτημα στο βιογραφικό του το ότι δεν κατάφερε να οδηγήσει κάποια από τις ομάδες του σε μία σημαντική διάκριση.

Σύγκριση: Δύσκολο το να βγάλει κανείς ασφαλές συμπέρασμα και νικητή, όμως θα δώσουμε την πρόκριση στον Becirovic λόγω της μεγαλύτερης διάρκειάς του και του πιο ουσιαστικού παιχνιδιού του (αν και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είχε καλύτερους συμπαίκτες), έναντι των κατά ένα ποσοστό "κενών" στατιστικών του Blair.

Νικητής: Becirovic

(by Β.Α.)


----------------------------------

E. Lorbek vs. T. Langdon

Lorbek: Αντιγράφω από εδώ: "Ο Σλοβένος έχει αδιαμφισβήτητα την καλύτερη γνώση των βασικών μεταξύ όλων των εν Ευρώπη ψηλών. Μπορεί να απειλήσει από οποιαδήποτε απόσταση και από οποιαδήποτε στάση του σώματος (με πρόσωπο ή με πλάτη). Δουλεύει με φοβερά μεθοδικό τρόπο στο low και high post, όπου τα up-n-unders του με τις διαδοχικές προσποιήσεις προσφέρουν κάθε φορά οπτικό υλικό στα σεμινάρια για ψηλούς παίκτες. Έχει μάθει με το σωστότερο τρόπο το άθλημα και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον τρόπο που αγωνίζεται. Είναι αξιόπιστος στα rebounds, αλλά όχι τόσο φερέγγυος στην άμυνα. Αυτό που κυρίως του λείπει είναι δύναμη, αθλητικότητα και εκρηκτικότητα."

Langdon: Ο "δολοφόνος από την Alaska" έχει βρει εδώ και 5 χρόνια το ρόλο του στην CSKA και ό,τι του ζητείται το κάνει καλά. Αποτελεί έναν περιφερειακό σουτέρ πρώτης γραμμής, με πολύ γρήγορο shot release και τη φοβερή ικανότητα να εκτελεί αμέσως αφού δεχτεί την πάσα μετά από screen. Συνήθως δεν εκβιάζει προσπάθειες και προτιμά να παίρνει πολύ καλών προϋποθέσεων σουτ μέσα από συστήματα, κάτι που μαρτυρούν και τα άριστα ποσοστά του. Επιπροσθέτως, τα γρήγορα πόδια του και η θήτευση υπό το Messina τον έχουν βοηθήσει να γίνει ένας ικανός αμυντικός.

Σύγκριση: Ο Lorbek, παρότι αποδεδειγμένα υπερταλαντούχος, βρίσκεται στην ελίτ των Ευρωπαίων ψηλών μόνο τα τελευταία 2-3 χρόνια. Από την άλλη, ο Langdon "φορτώνει" σταθερά με πόντους από το 2002 τα καλάθια της Euroleague, ενώ έχει στο παλμαρέ του 2 τίτλους της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, καθώς και ένα Final 4 MVP βραβείο το 2008 (όταν και είχε στον τελικό 21 πόντους, 7 rebounds και 4/5 τρίποντα).

Νικητής: Langdon

(by Β.Α.)


----------------------------------

M. Baston vs. L. Scola

Baston: Τα εκπληκτικά (για την Ευρώπη) αθλητικά προσόντα τού προσέδιδαν στις 3 σεζόν που αγωνίστηκε στην Euroleague ένα μεγάλο αβαντάζ έναντι των αντίπαλων ψηλών. Κύρια ανάμνηση από αυτόν έχουμε τα μανιώδη καρφώματά του, τα οποία κατά μεγάλο ποσοστό προέρχονταν από alley-oops του Jasikevicius. Στον ημιτελικό του 2005 είχε κάνει τεράστια ζημιά στον Παναθηναϊκό όχι μόνο με την κυριαρχία του στη ρακέτα (6/6 δίποντα) αλλά και με τα rebounds και κοψίματά του. Η ικανότητά του ως blocker φαίνεται από το ότι και στις 3 χρονιές του ξεπέρασε το μέσο όρο της μίας τάπας ανά παιχνίδι.

Scola: Ξανά από εδώ: "Ο Scola αποδεικνύει ότι συχνότατα το αυξημένο μπασκετικό IQ, η άριστη γνώση των "βασικών" και η "6η αίσθηση" για το άθλημα μπορούν να αντισταθμίσουν, ου μην και να υπερκεράσουν το μειονέκτημα της έλλειψης εντυπωσιακών αθλητικών προσόντων και εκρηκτικότητας. Ο ορισμός του μεθοδικού παίκτη, ο Αργεντινός βάζει άψογα το σώμα του κοντά στη ρακέτα και γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς είναι το καλάθι, έχοντας εκπληκτική αίσθηση του χώρου. Κυρίως όμως διαθέτει ένα ευρύ οπλοστάσιο από jump hooks και γενικότερα low-post spins, προσποιήσεις και σουτ, στα οποία πάντα προσδίδει ένα "απαλό" άγγιγμα που τον ευνοεί στις αναπηδήσεις. Εξάλλου, διαθέτει αποτελεσματικό και γρήγορο midrange jumpshot, ενώ και στα rebounds έχει τρομερή έφεση. Η άμυνά του βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο". Δε "μοιράζει" πολλές τάπες, αλλά βασίζεται στην καλή αντίληψη του χώρου και τη σωστή χρήση του σώματος για να αντιμετωπίσει κάθε αντίπαλο ψηλό.

Σύγκριση: Μπορεί ο Baston να κατέκτησε 2 τίτλους σε 3 χρόνια, όμως ο Scola έχει να επιδείξει πιο μακρά καριέρα, καθώς και πρωτοφανή σταθερότητα και εξαιρετική απόδοση καθόλη τη διάρκεια αυτής. Τα ατομικά του επιτεύγματα αφαιρούν σημασία από το ότι δεν κατάφερε να κατακτήσει το τρόπαιο, παρότι έφτασε σε ημιτελικό ή τελικό 4 συνολικά φορές.

Νικητής: Scola

(by Β.Α.)


----------------------------------

D. Marconato vs. J. Lakovic

Marconato: Ο βετεράνος Ιταλός center είχε (και συνεχίζει να έχει, σε αρκετά μικρότερο βέβαια βαθμό) ισχυρή παρουσία κάτω από τα ευρωπαϊκά καλάθια από την αρχή της δεκαετίας με όποια ομάδα και αν έπαιξε. Τα σημαντικά του ατού ήταν φυσικά το φοβερό του timing στα κοψίματα και η έφεσή του στο να μαζεύει rebounds. Επιπροσθέτως, μπορεί σε απόλυτους αριθμούς να μην αποτελούσε ποτέ έναν μεγάλο σκόρερ, όμως τα σταθερά καλά του ποσοστά στα σουτ αποδεικνύουν ότι στην επίθεση έπαιζε πολύ "οικονομικά", παίρνοντας μόνο high-percentage shots από επιθετικά rebounds και γενικότερα σουτ γύρω από το καλάθι (τα λεγόμενα "garbage buckets"). Έξυπνος ψηλός, όχι τόσο αθλητικός ή γρήγορος, αλλά παρόλα αυτά ιδανικός για το ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Lakovic: Από την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση (38 πόντοι εναντίον της Real ως παίκτης της KRKA Novo Mesto) είχε δείξει ότι διέθετε δολοφονικό σουτ και ανεπτυγμένο ένστικτο σκόρερ. Από τους παίκτες που απαγορεύεται να βρεθούν μόνοι τους και με χρονική άνεση έξω από τη γραμμή του τριπόντου. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν με διάθεση υπερβολής "streaky" (ότι δηλαδή πρέπει να βρεθεί απαραίτητα σε καλή μέρα για να σε "σκοτώσει") και απόντα από τα μεγάλα παιχνίδια, η αλήθεια όμως είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να παίξεις χαλαρή προσωπική άμυνα στο Σλοβένο, όπως αποδείχθηκε και στο πρόσφατο παιχνίδι της Barcelona στο ΟΑΚΑ εναντίον του ΠΑΟ. "Signature" κίνησή του το γρήγορο jump-stop πίσω από τη γραμμή του τριπόντου για γρήγορη δημιουργία χρόνου και χώρου για την εξαπόλυση του σουτ.

Σύγκριση: Και οι δύο έχουν διάγει σταδιοδρομίες με διάρκεια στην Euroleague και έχουν διατελέσει βασικά "γρανάζια" μεγάλων και σημαντικών ομάδων. Θα προκρίνω, τελικά, το Lakovic λόγω του συνολικά μεγαλύτερου impact που είχε στις επιτυχίες των ομάδων στις οποίες αγωνίστηκε.

Νικητής: Lakovic

(by Β.Α.)


----------------------------------

Φ. Αλβέρτης vs. N. Pekovic

Αλβέρτης: Ο "Φράγκι" υπήρξε ένας forward που κινούταν κατά βάσει στην περιφέρεια, ένας ελάχιστα αθλητικός παίκτης που συνήθως απέφευγε τις μάχες της ρακέτας. Απέδιδε όμως τα μέγιστα στον τομέα του σουτ (ειδικά του τριπόντου), όντας αλάνθαστος όταν σηκωνόταν από μακριά αφού είχε δεχτεί μία καλή πάσα. Επίσης μπορούσε να ποστάρει με ευχέρεια κοντύτερα 3άρια και να ευστοχήσει με fadeaway, σουτάροντας από πάνω τους. Σε αυτό τον βοηθούσε το ιδανικό shooting form που χρησιμοποιούσε, το οποίο πολύ δύσκολα κοβόταν. Τα πρώτα χρόνια των 00's κατάφερνε να τα βγάζει πέρα με σχετική άνεση, όμως σιγά σιγά θα λέγαμε ότι το μπάσκετ (που γινόταν όλο και πιο γρήγορο και αθλητικό) τον "ξεπέρασε".

Pekovic: Ο Σέρβος center έχει καταφέρει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμους ψηλούς της Ευρώπης. Η φοβερή δύναμή του τού δίνει συνήθως το πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του, επιτρέποντάς του να παίρνει πολύ καλή θέση κάτω από το καλάθι ή στο low post. Όταν δεχτεί την πάσα οι πιθανότητες λένε ότι ή θα τελειώσει τη φάση ή θα πάρει foul, ή και τα δύο. Δε διαθέτει ακόμα μεγάλο ρεπερτόριο κινήσεων, όμως θα έλεγα ότι δεν το έχει χρειαστεί ακόμη στην Ευρώπη, αφού από τώρα κυριαρχεί. Τα περιθώρια βελτίωσης βέβαια είναι ακόμα μεγάλα, ιδίως στα rebounds και στην post defense, όπου χαρακτηρίζεται ασταθέστατος.

Σύγκριση: Ο Pekovic είναι πλέον φόβητρο κάτω από τα ευρωπαϊκά καλάθια, όμως ουσιαστικά έχει, μαζί με τη φετινή, μόλις 3 σεζόν στο πρώτο "σκαλί" της Euroleague. Ο Αλβέρτης παίρνει την πρόκριση λόγω της χρονικά μεγαλύτερης καριέρας του (ιδίως αν συμπεριλάβουμε και την Suproleague 2000-01), καθώς και του γεγονότος ότι ήταν χρησιμότατος για αρκετά χρόνια σε μία ομάδα που πάντα διέθετε πληθώρα αστέρων.

Νικητής: Αλβέρτης

(by Β.Α.)


----------------------------------

A. Macijauskas vs. G. Basile

Macijauskas: Ο "Μάτσε" μπορεί να μας "έδωσε" μόλις 3 γεμάτες σεζόν στην Euroleague, όμως πρόλαβε σε αυτές να μας δείξει πόσο κυρίαρχος μπορεί να γίνει ένας αυθεντικός και "φυσικός" σκόρερ. Η ταχύτητά του στην εκτέλεση μετά από ντρίμπλα και off-a-screen ήταν απαράμιλλη και καθιστούσε την αντιμετώπισή του πολύ δύσκολη αποστολή ακόμα και για τους καλύτερους αμυντικούς. Το περιφερειακό του σουτ ήταν αλάνθαστο, όπως και το σημάδι του από τη γραμμή των βολών. Η ευελιξία και η μικρή του σωματοδομή τον βοηθούσε και στα drives, στην άμυνα όμως συχνά τον εξέθετε. Το αποτυχημένο πέρασμά του από το NBA τον "έριξε" πολύ ψυχολογικά και ακολούθως οι πολλαπλοί τραυματισμοί κατέστρεψαν την καριέρα του. Χαρακτηριστικό είναι ότι έπαιξε συνολικά 14 μόλις ματς στην Euroleague με τον Ολυμπιακό, ενώ είχε υπογράψει για 4 χρόνια το καλοκαίρι του 2006.

Basile: Ένας παίκτης που συνεχίζει να "κατηγορείται" όσο λίγοι, ο Basile απαντά στους επικριτές του μέσω των αριθμών του. Έχει αγωνιστεί και στις 10 σεζόν της Euroleague στα 00's, επιδεικνύοντας μία σταθερά πολύ καλή παραγωγή. Αυτό που δεν είναι σταθερό είναι το ποσοστό του στα τρίποντα, ακριβώς επειδή είναι ένας shooting guard "υψηλού κινδύνου" και μεγάλων ρίσκων. Τείνει να παίρνει πολλά δύσκολα σουτ, πολλές φορές πέρα από κάθε λογική, όμως ανατίρρητα διαθέτει αυτό που αποκαλούμε ένστικτο "killer", που μπορεί με 1-2 τρίποντα να τελειώσει ένα ματς. Εξάλλου πάντα αποτελούσε έναν αξιόπιστο αμυντικό, ενώ το σχετικά μεγάλο ύψος του για "δυάρι" εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να "γεννά" mis-matches στο παρκέ.

Σύγκριση: Η διάρκεια, συνοδευόμενη από σταθερότητα, του Basile στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση τον καθιστά ασφαλώς νικητή αυτής της "σύγκρουσης" των SG's.

Νικητής: Basile

(by Β.Α.)


----------------------------------

M. Batiste vs. D. Tomasevic

Batiste: Ο Batiste αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση. Ερχόμενος από την Αμερική προσαρμόστηκε ταχύτατα στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ, μετάλλαξε τη σωματοδομή και τον τρόπο παιχνιδιού του και αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή ανετότατα στο πλαίσιο του τρόπου παιχνιδιού του Obradovic στον Παναθηναϊκό. Παρότι ιδιαίτερα undersized για center, ακόμα και για "4", ανέπτυξε ένα αξιόλογο back-to-the-basket game, αξιόπιστο σουτ από τα 3 μέτρα, πολύ καλό ένστικτο για το rebound και άνεση στο να τελειώνει τα plays κοντά στο καλάθι από τις πάσες των διαχρονικά κορυφαίων guards του ΠΑΟ. Εξάλλου έχει σταθερά καλό shot selection, αφού σπανίως εκβιάζει προσπάθειες (πάνω από 64% στα δίποντα τις 5 τελευταίες χρονιές!). Ταυτόχρονα τα αθλητικά του προσόντα προσέφεραν πάντα θέαμα στους απανταχού fans των καρφωμάτων (δηλαδή σε όλους), ενώ η δύναμή του τού έδινε το δικαίωμα να παίζει και καλή προσωπική άμυνα. Άξια αναφοράς είναι και τα αποτελεσματικότατα, αν και συχνά στα όρια (και ακόμα παραπέρα) του νομίμου, screens του.

Tomasevic: Ο Σέρβος ήταν το πρότυπο του Ευρωπαίου ψηλού. Αγωνιζόταν πρώτα με το μυαλό και μετά με τα φυσικά προσόντα. Είχε άριστη αίσθηση του χώρου και του χρόνου, πράγμα που του επέτρεπε να "ελευθερώνει" τα σουτ του την κατάλληλη χρονικά στιγμή έτσι ώστε να αποφεύγει τα κοψίματα (εφόσον δεν μπορούσε να τα αποφύγει μέσω του άλματος). Πολύ καλός συμπαίκτης, έκανε πάντα την ομάδα του καλύτερη με τις πάσες του, καθώς και με τη διαρκή κίνησή του (ιδίως στα πρώτα χρόνια του) που "άνοιγε" χώρους. Στην αρχή της καριέρας του καλούταν να σκοράρει πολύ, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να "αποτυπώνει" στα στατιστικά ένα ευρύ φάσμα ικανοτήτων, με τα γρήγορα χέρια του να τον βοηθούν να "μαζεύει" πολλά κλεψίματα. Στον Παναθηναϊκό υπήρξε πολύ σημαντική μονάδα ερχόμενος από τον πάγκο, με καλύτερο φυσικά παράδειγμα τους υπερπολύτιμους 16 πόντους του στον τελικό εναντίον της CSKA το 2007.

Σύγκριση: Παρόλο που η συνεισφορά του Tomasevic όπου έπαιξε ήταν σημαντικότατη, ο Batiste βρίσκεται με υψομετρικό κιόλας μειονέκτημα σταθερός και ακλόνητος στην ελίτ των εν Ευρώπη ψηλών εδώ και 7 χρόνια (και συνεχίζει).

Νικητής: Batiste

(by Β.Α.)


----------------------------------

8 σχόλια:

  1. Πολύ καλή ιδέα παιδια!
    Αναμένω την αναμετρηση Παπαλουκά-Διαμαντίδη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος9/3/10 16:06

    Ευτυχως που η ψηφοφορια του κοσμου στο site της Ευρωλιγκα, θα ειναι μονο το 25% της συνολικης κατταξης! Επειδη εκει μεσα βλεπουμε πολλα τραγελαφικα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος10/3/10 09:57

    dld to papaloukas-diamantidis vgike tyxaia???

    mpravo poli kali idea

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Anonymous 2

    Κι όμως βγήκε τυχαία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ καλή ιδέα! Πότε θα ξεκινήσει? Και πως ακριβώς θα προκρίνεται ο κάθε παίκτης?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ξεκίνησε ήδη!

    Ο κάθε παίκτης θα προκρίνεται βάσει της δικής μας κρίσης, όμως σε κάθε matchup θα μπαίνει και ένα poll για να βλέπουμε και τη δική σας γνώμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος17/3/10 09:40

    Έλεος ε όχι και Nocioni αντί του Sabonis!!!Αν και θεωρώ τον Nocioni μεγάλο παίκτη και κάπως υποτιμιμένο στην Ελλάδα ο Sabonis μπορεί να έπαιξε μόνο μια χρονιά αλλά έδειξε πως είναι οι μεγάλοι παίκτες κάτι που όπως φένεται έχουμε ξεχάσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. @Ανώνυμος 09:40

    Φίλε δεκτή η άποψή σου, αλλά όπως λέω και στο post, για μένα μία μόλις σεζόν δεν αρκεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή