Κάθε οπαδός του μπάσκετ τη θυμάται καθαρά και με ευχαρίστηση. Υπήρξε η δημιουργός της πιο διασκεδαστικής στιγμής του ευρωπαϊκού μπάσκετ των 90's, μία από τις ελάχιστες (μετρημένες στα δάκτυλα πραγματικά) ομάδες (παρέες παικτών ίσως να είναι το σωστότερο) της δεκαετίας αυτής που έπαιζαν πραγματικά για τη χαρά του παιχνιδιού. Το Final 4 της Ευρωλίγκας του 1999 υπήρξε η σκηνή που πάνω της μεγαλούργησε η Zalgiris Kaunas, υπερνικώντας με το run-n-gun playing style της τα εμπόδια του Ολυμπιακού και της Kinder Bologna και τραντάζοντας το ευρωπαϊκό μπασκετικό status quo της περιόδου εκείνης.
Η τάση που είχε διαγραφεί τα προηγούμενα χρόνια στην Ευρώπη (ουσιαστικά από την κατάκτηση της Ευρωλίγκας από τη Limoges του Bozidar Maljkovic το '93) ήταν άκρως αρνητική και διαβρωτική για το μπάσκετ και ειδικότερα για οποιονδήποτε ήθελε να ψυχαγωγηθεί από πολύ θέαμα και μεγάλα σκορ. Με πρωτοστάτη τον Maljkovic, ένα λόμπι προπονητών που το επίθετό τους συνήθως τελείωνε σε -ic αποφάσισαν και επέβαλαν ότι ο μόνος σίγουρος τρόπος να φτάσει μια ομάδα στη νίκη, ήταν μέσω της καταστροφής του παιχνιδιού του αντιπάλου, του πολύ αργού tempo, της διατήρησης του σκορ σε πολύ χαμηλά επίπεδα και γενικά του σκληρού και αντιαθλητικού παιχνιδιού. Όλα αυτά γίνονταν βέβαια με την ανοχή (ου μην και ενθάρρυνση) του γενικού γραμματέα της FIBA Borislav Stankovic (χμμμ, επίθετο σε -ic). Το φιλοθεάμον κοινό είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και οι δημοσιογραφικές δικαιολογίες τύπου "βλέπουμε μία πραγματική μάχη στο παρκέ με ασφυκτικές άμυνες" κτλ. δεν έπειθαν κανένα. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αυτής της εποχής ήταν το ανεκδιήγητο 45-44 στον 5ο τελικό της Α1 το 1995.
Κάπου εκεί, αναπάντεχα, ήρθε η άνοιξη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του '99. Οι κολημένοι και "ειδικοί" μιλούσαν για "αναρχία", "μπάσκετ παιδότοπου" και διάφορα παρόμοια γραφικά. Εμείς (οι αγνοί οπαδοί του μπάσκετ) αναλύαμε με θαυμασμό τα τρίποντα στον αιφνιδιασμό του Bowie, τα one-vs-all drives του Edney, γενικά το υπέροχο transition game και αχαλίνωτο tempo της Zalgiris. Όλα αυτά συνέβαλαν καθοριστικά στην απόφαση της FIBA να μειώσει το shot clock στα 24" το 2000, περνώντας έτσι το ευρωπαϊκό μπάσκετ σε μια νέα εποχή, τα οφέλη της οποίας δρέπουμε μέχρι σήμερα.
Η ενθύμηση αυτής της ομάδας-ορόσημου με ώθησε να ψάξω να βρω που βρίσκονται και τι κάνουν σήμερα οι 5 βασικοί της παίκτες. Για να δούμε λοιπόν:
1) Tyus Edney
Ο μικρόσωμος αλλά θαυματουργός point guard έγινε γνωστός σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αμερικής όταν σημάδεψε μία από τις εκπληκτικότερες και κρισιμότερες ενέργειες στην ιστορία του NCAA Tournament. Το τρελό coast-to-coast prayer έδωσε τεράστια ώθηση στο UCLA που τελικά κατέκτησε τον τίτλο του NCAA μερικές μέρες αργότερα.
Η συνέχεια της καριέρας του όμως δεν ήταν ανάλογη. Μετά από μερικά άκαρπα χρόνια στο NBA εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη, με κυριότερους σταθμούς τις Zalgiris, Benetton Treviso, Lottomatica Roma και Ολυμπιακό τη σεζόν 2005-2006 όπου ξαναβρήκε τον Jonas Kazlauskas. Μετά τη φυγή του από τον Πειραιά η ποιότητα των ομάδων του πήρε την κατιούσα (αν και έχει πατήσει πλέον τα 36), καθώς έπαιξε στις Climamio Bologna, Cajasol Sevilla και τελείωσε την περσινή σεζόν στην παγκοσμίως άσημη πολωνική Turów Zgorzelec. Εμείς, πάντως, θα τον αγαπάμε πάντα για το γρήγορο και θεαματικό game του.
2) Anthony Bowie
Ο Bowie είχε μία αξιοπρεπέστατη καριέρα, αφήνοντας το στίγμα του στο NBA (Rockets, Spurs, Magic και Knicks) και στην Ευρώπη (Stefanel Milano, Zalgiris, ΑΕΚ όπου κέρδισε το Saporta Cup και το Κύπελλο Ελλάδας το 2000 και Paf Bologna) πριν αποσυρθεί το 2001 και αναλάβει προπονητής ενός high school στο Orlando το 2003. Τα καλύτερά του χρόνια τα πέρασε με τους Magic στις αρχές των 90's, όπου είχε αναλάβει το ρόλο της instant offense off the bench (career high 14,6 ppg το 1991-92). Το πραγματικά ενδιαφέρον όμως στοιχείο που αξίζει να μάθει κανείς για το Bowie ήταν ένα απίστευτο περιστατικό που συνέβη σε ένα παιχνίδι με αντίπαλους τους Pistons το 1996.
Συγκεκριμένα ο Bowie, έχοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή συγκεντρώσει 20 πόντους, 10 rebounds και 9 ασίστ και συνειδητοποιώντας ότι χρειαζόταν μόλις μία ασίστ για το triple double, κάλεσε timeout με 2,9 δευτερόλεπτα να απομένουν για τη λήξη. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε την οργή και των δύο προπονητών, ενώ αυτός ακάθεκτος σχεδίαζε το play που θα του απέφερε την πολυπόθητη 10η ασίστ. Μπροστά σε αυτό το θέατρο του παραλόγου ο προπονητής των Pistons Doug Collins σε κίνηση διαμαρτυρίας διέταξε τους παίκτες του να παραμερίσουν και να αφήσουν τους Magic να κάνουν ότι θέλουν. Τελικά το καλάθι μπήκε, το triple double επετεύχθη, αλλά οι δύο προπονητές είχαν εκνευριστεί τόσο πολύ που καταδίκασαν έντονα το όλο φιάσκο μετά τη λήξη του αγώνα. Ο ίδιος ο Bowie, πάντως, δεν έχει μετανιώσει μέχρι σήμερα για την πράξη του αυτή, δηλώνοντας ότι αν του ξαναδινόταν η ευκαιρία θα το ξανάκανε.
3) Saulius Stombergas
O ικανότατος Λιθουανός sharpshooter φόρτωσε κατά τη διάρκεια της καριέρας του με την Εθνική Λιθουανίας και σε συλλογικό επίπεδο με πολλούς πόντους (κυρίως τρίποντα) τα ευρωπαϊκά καλάθια. Έπαιξε σε πολλές ομάδες (Zalgiris, Kinder, Tau, Efes Pilsen, Ulker) πριν αποφασίσει να κλείσει την καριέρα του το 2007 μετά από μια σεζόν στην UNICS Kazan. Η αποχώρησή του όμως αποδείχθηκε προσωρινή, καθώς πριν μερικές εβδομάδες ανακοίνωσε την επάνοδό του στην ενεργό δράση σε ηλικία 36 ετών για χάρη της τελευταίας ομάδας του.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της τρίποντης δεινότητας του Stombergas καταγράφηκε εναντίον της ΑΕΚ στον 1ο αγώνα των ημιτελικών της Ευρωλίγκας της σεζόν 2000-2001, σε ένα παιχνίδι που διεξαγόταν για δεύτερη φορά καθώς το πρώτο είχε ακυρωθεί λόγω μίας τεράστιας σύγχυσης του χρονομέτρου για ένα buzzer beater της ΑΕΚ. Στο επαναληπτικό παιχνίδι, λοιπόν, ο Stombergas έσπασε όλα τα ρεκόρ πετυχαίνοντας ένα απόλυτο 9/9 τρίποντα.
4) Mindaugas Zukauskas
Μάλλον ο λιγότερο ενδιαφέρων από τους 5 βασικούς της τότε Zalgiris, ο M. Zukauskas έκανε όπως ο Stombergas σταδιοδρομία ως εξαιρετικός σουτέρ. Ξεκίνησε από τη Λιθουανία και τις Siauliai και Zalgiris, συνέχισε για τη σεζόν 2001-02 στην Olimpija Ljubjana και κατέληξε στην Ιταλία και τη Montepaschi Siena, όπου έμεινε ως το 2006. Εκείνο το καλοκαίρι μεταγράφηκε στη Scavolini Pesaro, όπου συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ήταν κι αυτός επί χρόνια στέλεχος της Εθνικής Λιθουανίας, θριαμβεύοντας με αυτήν στο Eurobasket 2003 στη Σουηδία.
5) Eurelijus Zukauskas
Το original "χταπόδι" υπήρξε ένας κατά κοινή ομολογία συμπαθέστατος θηριώδης (2,18 m) center με εντυπωσιακή έφεση στα κοψίματα. Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ στην άσημη Neptnas Klaipeda, όμως σύντομα τον εντόπισε απ' ότι φαίνεται κάποιος δαιμόνιος scouter καθώς επελέχθη στο NBA draft του 1995 στο νούμερο 54 από τους Seattle Supersonics. Δεν έμελλε όμως ποτέ να παίξει στο NBA και μετά από μια πορεία με στάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές ομάδες (μεταξύ των οποίων και ο Ολυμπιακός το 2005-06, όπου κυριολεκτικά πέρασε και δεν ακούμπησε χτυπημένος από ένα σοβαρό τραυματισμό) γύρισε στη Zalgiris το 2007 για να παίξει δύο ακόμα χρόνια, μέχρι που κρέμασε τη φανέλα του φέτος στις 20 Μαΐου. Παρότι ήταν μέλος, όπως και ο συνεπώνυμός του Mindaugas (με τον οποίο δε τον συνδέει καμία απολύτως συγγένεια), της πρωταθλήτριας Ευρώπης Λιθουανίας το 2003, σίγουρα αγαπάει αυτό το σουτ του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ενάντια στην Team USA περισσότερο από κάθε άλλο της καριέρας του:
Η τάση που είχε διαγραφεί τα προηγούμενα χρόνια στην Ευρώπη (ουσιαστικά από την κατάκτηση της Ευρωλίγκας από τη Limoges του Bozidar Maljkovic το '93) ήταν άκρως αρνητική και διαβρωτική για το μπάσκετ και ειδικότερα για οποιονδήποτε ήθελε να ψυχαγωγηθεί από πολύ θέαμα και μεγάλα σκορ. Με πρωτοστάτη τον Maljkovic, ένα λόμπι προπονητών που το επίθετό τους συνήθως τελείωνε σε -ic αποφάσισαν και επέβαλαν ότι ο μόνος σίγουρος τρόπος να φτάσει μια ομάδα στη νίκη, ήταν μέσω της καταστροφής του παιχνιδιού του αντιπάλου, του πολύ αργού tempo, της διατήρησης του σκορ σε πολύ χαμηλά επίπεδα και γενικά του σκληρού και αντιαθλητικού παιχνιδιού. Όλα αυτά γίνονταν βέβαια με την ανοχή (ου μην και ενθάρρυνση) του γενικού γραμματέα της FIBA Borislav Stankovic (χμμμ, επίθετο σε -ic). Το φιλοθεάμον κοινό είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και οι δημοσιογραφικές δικαιολογίες τύπου "βλέπουμε μία πραγματική μάχη στο παρκέ με ασφυκτικές άμυνες" κτλ. δεν έπειθαν κανένα. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα αυτής της εποχής ήταν το ανεκδιήγητο 45-44 στον 5ο τελικό της Α1 το 1995.
Κάπου εκεί, αναπάντεχα, ήρθε η άνοιξη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του '99. Οι κολημένοι και "ειδικοί" μιλούσαν για "αναρχία", "μπάσκετ παιδότοπου" και διάφορα παρόμοια γραφικά. Εμείς (οι αγνοί οπαδοί του μπάσκετ) αναλύαμε με θαυμασμό τα τρίποντα στον αιφνιδιασμό του Bowie, τα one-vs-all drives του Edney, γενικά το υπέροχο transition game και αχαλίνωτο tempo της Zalgiris. Όλα αυτά συνέβαλαν καθοριστικά στην απόφαση της FIBA να μειώσει το shot clock στα 24" το 2000, περνώντας έτσι το ευρωπαϊκό μπάσκετ σε μια νέα εποχή, τα οφέλη της οποίας δρέπουμε μέχρι σήμερα.
Η ενθύμηση αυτής της ομάδας-ορόσημου με ώθησε να ψάξω να βρω που βρίσκονται και τι κάνουν σήμερα οι 5 βασικοί της παίκτες. Για να δούμε λοιπόν:
1) Tyus Edney
Ο μικρόσωμος αλλά θαυματουργός point guard έγινε γνωστός σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αμερικής όταν σημάδεψε μία από τις εκπληκτικότερες και κρισιμότερες ενέργειες στην ιστορία του NCAA Tournament. Το τρελό coast-to-coast prayer έδωσε τεράστια ώθηση στο UCLA που τελικά κατέκτησε τον τίτλο του NCAA μερικές μέρες αργότερα.
Η συνέχεια της καριέρας του όμως δεν ήταν ανάλογη. Μετά από μερικά άκαρπα χρόνια στο NBA εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη, με κυριότερους σταθμούς τις Zalgiris, Benetton Treviso, Lottomatica Roma και Ολυμπιακό τη σεζόν 2005-2006 όπου ξαναβρήκε τον Jonas Kazlauskas. Μετά τη φυγή του από τον Πειραιά η ποιότητα των ομάδων του πήρε την κατιούσα (αν και έχει πατήσει πλέον τα 36), καθώς έπαιξε στις Climamio Bologna, Cajasol Sevilla και τελείωσε την περσινή σεζόν στην παγκοσμίως άσημη πολωνική Turów Zgorzelec. Εμείς, πάντως, θα τον αγαπάμε πάντα για το γρήγορο και θεαματικό game του.
2) Anthony Bowie
Ο Bowie είχε μία αξιοπρεπέστατη καριέρα, αφήνοντας το στίγμα του στο NBA (Rockets, Spurs, Magic και Knicks) και στην Ευρώπη (Stefanel Milano, Zalgiris, ΑΕΚ όπου κέρδισε το Saporta Cup και το Κύπελλο Ελλάδας το 2000 και Paf Bologna) πριν αποσυρθεί το 2001 και αναλάβει προπονητής ενός high school στο Orlando το 2003. Τα καλύτερά του χρόνια τα πέρασε με τους Magic στις αρχές των 90's, όπου είχε αναλάβει το ρόλο της instant offense off the bench (career high 14,6 ppg το 1991-92). Το πραγματικά ενδιαφέρον όμως στοιχείο που αξίζει να μάθει κανείς για το Bowie ήταν ένα απίστευτο περιστατικό που συνέβη σε ένα παιχνίδι με αντίπαλους τους Pistons το 1996.
Συγκεκριμένα ο Bowie, έχοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή συγκεντρώσει 20 πόντους, 10 rebounds και 9 ασίστ και συνειδητοποιώντας ότι χρειαζόταν μόλις μία ασίστ για το triple double, κάλεσε timeout με 2,9 δευτερόλεπτα να απομένουν για τη λήξη. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε την οργή και των δύο προπονητών, ενώ αυτός ακάθεκτος σχεδίαζε το play που θα του απέφερε την πολυπόθητη 10η ασίστ. Μπροστά σε αυτό το θέατρο του παραλόγου ο προπονητής των Pistons Doug Collins σε κίνηση διαμαρτυρίας διέταξε τους παίκτες του να παραμερίσουν και να αφήσουν τους Magic να κάνουν ότι θέλουν. Τελικά το καλάθι μπήκε, το triple double επετεύχθη, αλλά οι δύο προπονητές είχαν εκνευριστεί τόσο πολύ που καταδίκασαν έντονα το όλο φιάσκο μετά τη λήξη του αγώνα. Ο ίδιος ο Bowie, πάντως, δεν έχει μετανιώσει μέχρι σήμερα για την πράξη του αυτή, δηλώνοντας ότι αν του ξαναδινόταν η ευκαιρία θα το ξανάκανε.
3) Saulius Stombergas
O ικανότατος Λιθουανός sharpshooter φόρτωσε κατά τη διάρκεια της καριέρας του με την Εθνική Λιθουανίας και σε συλλογικό επίπεδο με πολλούς πόντους (κυρίως τρίποντα) τα ευρωπαϊκά καλάθια. Έπαιξε σε πολλές ομάδες (Zalgiris, Kinder, Tau, Efes Pilsen, Ulker) πριν αποφασίσει να κλείσει την καριέρα του το 2007 μετά από μια σεζόν στην UNICS Kazan. Η αποχώρησή του όμως αποδείχθηκε προσωρινή, καθώς πριν μερικές εβδομάδες ανακοίνωσε την επάνοδό του στην ενεργό δράση σε ηλικία 36 ετών για χάρη της τελευταίας ομάδας του.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της τρίποντης δεινότητας του Stombergas καταγράφηκε εναντίον της ΑΕΚ στον 1ο αγώνα των ημιτελικών της Ευρωλίγκας της σεζόν 2000-2001, σε ένα παιχνίδι που διεξαγόταν για δεύτερη φορά καθώς το πρώτο είχε ακυρωθεί λόγω μίας τεράστιας σύγχυσης του χρονομέτρου για ένα buzzer beater της ΑΕΚ. Στο επαναληπτικό παιχνίδι, λοιπόν, ο Stombergas έσπασε όλα τα ρεκόρ πετυχαίνοντας ένα απόλυτο 9/9 τρίποντα.
4) Mindaugas Zukauskas
Μάλλον ο λιγότερο ενδιαφέρων από τους 5 βασικούς της τότε Zalgiris, ο M. Zukauskas έκανε όπως ο Stombergas σταδιοδρομία ως εξαιρετικός σουτέρ. Ξεκίνησε από τη Λιθουανία και τις Siauliai και Zalgiris, συνέχισε για τη σεζόν 2001-02 στην Olimpija Ljubjana και κατέληξε στην Ιταλία και τη Montepaschi Siena, όπου έμεινε ως το 2006. Εκείνο το καλοκαίρι μεταγράφηκε στη Scavolini Pesaro, όπου συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ήταν κι αυτός επί χρόνια στέλεχος της Εθνικής Λιθουανίας, θριαμβεύοντας με αυτήν στο Eurobasket 2003 στη Σουηδία.
5) Eurelijus Zukauskas
Το original "χταπόδι" υπήρξε ένας κατά κοινή ομολογία συμπαθέστατος θηριώδης (2,18 m) center με εντυπωσιακή έφεση στα κοψίματα. Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ στην άσημη Neptnas Klaipeda, όμως σύντομα τον εντόπισε απ' ότι φαίνεται κάποιος δαιμόνιος scouter καθώς επελέχθη στο NBA draft του 1995 στο νούμερο 54 από τους Seattle Supersonics. Δεν έμελλε όμως ποτέ να παίξει στο NBA και μετά από μια πορεία με στάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές ομάδες (μεταξύ των οποίων και ο Ολυμπιακός το 2005-06, όπου κυριολεκτικά πέρασε και δεν ακούμπησε χτυπημένος από ένα σοβαρό τραυματισμό) γύρισε στη Zalgiris το 2007 για να παίξει δύο ακόμα χρόνια, μέχρι που κρέμασε τη φανέλα του φέτος στις 20 Μαΐου. Παρότι ήταν μέλος, όπως και ο συνεπώνυμός του Mindaugas (με τον οποίο δε τον συνδέει καμία απολύτως συγγένεια), της πρωταθλήτριας Ευρώπης Λιθουανίας το 2003, σίγουρα αγαπάει αυτό το σουτ του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ενάντια στην Team USA περισσότερο από κάθε άλλο της καριέρας του:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου